26.4.09

Αστικές Μη Κερδοσκοπικές Εταιρείες στο χώρο της ψυχικής υγείας: επιτέλους, ας μιλήσουμε ειλικρινά!

Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας η κρίση που ξέσπασε με αφορμή την δραστική μείωση και την ασυνέχεια στη χρηματοδότηση των Μη Κερδοσκοπικών Εταιρειών που έχουν ιδρύσει και λειτουργούν δομές ψυχικής υγείας στη χώρα μας. Το όλο θέμα μάλιστα προβλήθηκε, με ευθύνη των ίδιων των Εταιρειών, με τέτοιο τρόπο («ελλιπής χρηματοδότηση σημαίνει μαζικές απολύσεις εργαζομένων και επιστροφή των χρόνια ψυχικά πασχόντων στα άσυλα»), ούτως ώστε μετέτρεπε ενοίκους και εργαζόμενους των δομών αυτών σε ιδιότυπους ομήρους, και εγκλώβιζε την όποια δημόσια συζήτηση θα μπορούσε να αναπτυχθεί σχετικά με τον ρόλο του ιδιωτικού τομέα στην ψυχοκοινωνική αποκατάσταση, αποκλειστικά στο αν υποστηρίζει κανείς ή όχι τη συνέχιση της χρηματοδότησης των Μη Κερδοσκοπικών Εταιρειών ως φορέων παροχής φροντίδας. Με τον τρόπο που παρουσιαζόταν το θέμα, δεν επιτρεπόταν σε άλλα συναφή ζητήματα, όπως η τύχη της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, ο ρόλος που καλούνται να παίξουν στην πραγμάτωση της ο δημόσιος, ο ιδιωτικός και ο τρίτος τομέας, οι αδυναμίες των μη κερδοσκοπικών εταιρειών κλπ. να αναδειχθούν - και αυτό προτιθέμεθα να κάνουμε με το παρακάτω κείμενο.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι οφείλουμε να πούμε ότι αυτό που ονομάζεται ψυχιατρική μεταρρύθμιση αποτελεί στην ουσία ένα σύνολο προγραμμάτων που ξεκίνησαν εδώ και 25 χρόνια με στρατηγικό σκοπό να εκσυχρονισθούν οι προσφερόμενες στην Ελλάδα υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Τα προγράμματα αυτά βασίστηκαν αποκλειστικά σε συγχρηματοδοτήσεις που προήλθαν από την ΕΕ, στις οποίες έπρεπε η ελληνική πλευρά να συμμετάσχει με μια ορισμένη αναλογία. Το πρώτο από αυτά τα προγράμματα (κανονισμός 815/1984) έδωσε τη θέση του σε άλλα που ακολούθησαν (Λέρος Ι και Λέρος ΙΙ), ενώ λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, έρχεται στο προσκήνιο ένα ακόμα πρόγραμμα, το «Ψυχαργώς», που προέβλεπε την κατάργηση όλων των ψυχιατρείων της χώρας.
Για να διευκολυνθεί και επιταχυνθεί όλη αυτή η διαδικασία εκσυχρονισμού αποφασίστηκε από την αρχή της περιόδου αυτής να παρακαμφθούν οι δυσχέρειες του λογισμικού συστήματος των ΝΠΔΔ, και ένα μέρος της στεγαστικής μετεγκατάστασης των χρονίων εγκλείστων των δημόσιων ψυχιατρείων (περίπου το 30% του όλου ‘έργου’) να ανατεθεί σε ιδιωτικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες. Η απόφαση να υιοθετηθεί η ιδιωτική μη κερδοσκοπική πρωτοβουλία δεν αποτέλεσε ελληνική καινοτομία, αλλά στηρίχθηκε σε προτάσεις υπερεθνικών οργανισμών, όπως της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που από τότε συνέστηναν στις κυβερνήσεις, που έχουν την ευθύνη διαμόρφωσης της κρατικής πολιτικής ψυχικής υγείας, να εμπλέξουν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ψυχικής υγείας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τις ακολουθητέες πολιτικές καθώς και να χρηματοδοτήσουν πρωτοβουλίες μη κερδοσκοπικών οργανισμών για την ψυχική υγεία.. Για αυτό τον λόγο, και άλλες χώρες φρόντισαν ήδη προ πολλού να αναπτύξουν τον τρίτο τομέα, δηλαδή τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.
Στην Ελλάδα όμως, όπου ακόμα και σήμερα η κοινωνία των πολιτών παραμένει συρρικνωμένη και ατροφική, η δημιουργία μη κερδοσκοπικών οργανώσεων ήταν, τότε, ένα ιδιαίτερα δυσχερές εγχείρημα. Για να αντιμετωπισθεί η πλήρης ανυπαρξία τέτοιων οργανώσεων αλλά και ο επείγον χαρακτήρας του διεθνούς αιτήματος για επιτάχυνση των εκσυγχρονιστικών διεργασιών, αποφασίσθηκε τουλάχιστον για ένα αρχικό στάδιο να δημιουργηθεί ένας μικρός αριθμός φορέων γύρω από ένα άτομο συνήθως αναγνωρισμένου κύρους, όπως π.χ. τον εκάστοτε τοπικό Καθηγητή Πανεπιστημίου, από τους οποίους και ζητήθηκε ως οιωνοί μη κερδοσκοπικές εταιρείες να εφαρμόσουν δράσεις που αφορούσαν την εκπαίδευση προσωπικού και τη δημιουργία ξενώνων. Έτσι, αρχικά, περίπου 6 τέτοιες μη κερδοσκοπικές εταιρείες αναπτύχθηκαν κατόπιν «άνωθεν» υποδείξεων. Προοδευτικά ο αριθμός αυτών των εταιρειών αλλά και το είδος των δραστηριοτήτων που αναλάμβαναν όλο και διευρυνόταν, με αποτέλεσμα, ιδιαίτερα μετά το 2000, ο αριθμός των μη κερδοσκοπικών φορέων να έχει ήδη ξεπεράσει τους 35.
Κάποιοι από τους νέους αυτούς φορείς συστάθηκαν από επαγγελματίες που είναι γνωστοί στο χώρο της ψυχικής υγείας για την εμπειρία τους. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός, όμως, συστάθηκε από ανθρώπους που δεν είχαν καμία προηγουμένη σχέση με το χώρο της ψυχικής υγείας. Οι φορείς αυτοί δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός και χρησιμοποιήθηκαν μόνο ως όχημα για την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων. Άλλες πάλι εταιρείες που αρχικά συστάθηκαν από τον Χ γνωστό καθηγητή, κληρονομήθηκαν στον επόμενο μαζί με την καθηγητική έδρα αλλά χωρίς οποιαδήποτε φροντίδα για την εμπέδωση δημοκρατικών διαδικασιών. Οι κυβερνητικές αλλαγές πάλι, που όλη αυτή την περίοδο έλαβαν χώρα στη πατρίδα μας, επηρέασαν επίσης την τύχη των μη κερδοσκοπικών εταιρειών. Παράγοντες του χώρου εκτιμούν ότι, σε κάθε κυβερνητική αλλαγή, τη θέση των π.χ. «πράσινων» Μη Κερδοσκοπικών Εταιρειών παίρνουν οι «γαλάζιες» (ή τούμπαλιν), σε μια συναλλαγή που είχε τους πάντες κερδισμένους: οι υπεύθυνοι των Εταιρειών που επιλεγόντουσαν για να λάβουν από το υπουργείο τη χρηματοδότηση, αναλάμβαναν σε αντάλλαγμα να προσλαμβάνουν με αδιαφανείς διαδικασίες συμβασιούχους, οι οποίοι εξυπηρετούν... ρουσφετολογικές ανάγκες του συγκεκριμένου κομματικού σχηματισμού. Κάποια στιγμή, αρχίζουν να δημοσιοποιούνται από τα ΜΜΕ φαινόμενα οικονομικών και διαχειριστικών δυσλειτουργιών αυτών των εταιρειών. Έτσι, σε εφημερίδες μαθαίνουμε για εταιρεία που, διαχειριζόμενη 10 μονάδες και επιχορηγούμενη μόνο για το 2007 με 4.137.000ευρώ, σε έλεγχο των επιθεωρητών υγείας χρειάσθηκε να δώσει εξηγήσεις για αποδείξεις αγοράς σολομών και προσούτο που όπως ισχυρίσθηκαν οι υπεύθυνοι της προορίζονταν για ασθενείς, για λογαριασμούς κινητών τηλεφώνων 20 ατόμων της διοίκησης που κυμαίνονταν στο ύψος των 112.000 ευρώ όπως και για την ύπαρξη αποδείξεων ύψους 60.000 ευρώ που εμφανίζονταν να λαμβάνουν ψυχίατροι χωρίς συμβάσεις. Το «πάρτυ» φαίνεται ήταν τόσο θορυβώδες που ακόμα και Εταιρείες με βάση άλλες χώρες της Ε.Ε. (π.χ. το Ηνωμένο Βασίλειο), προσήλθαν στην Ελλάδα, όπου αναζήτησαν και έλαβαν χρηματοδότηση από την ελληνική πολιτεία για την ανάπτυξη προγραμμάτων ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης.
Αν και υπήρξαν και αξιόλογες δράσεις, που υλοποιήθηκαν από πρωτοπόρες μη κερδοσκοπικές εταιρείες, στη πλειονότητα τους οι υπάρχουσες μη κερδοσκοπικές εταιρείες δεν είχαν από την αρχή, και δεν φρόντισαν να αποκτήσουν στην συνέχεια, τα απαραίτητα εκείνα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να διέπουν τις οργανώσεις του Τρίτου Τομέα (ή της κοινωνικής οικονομίας). Τέτοια χαρακτηριστικά θα έπρεπε να ήταν: η υιοθέτηση δράσεων που να αποσκοπούν στην ικανοποίηση αναγκών των μελών τους ή της κοινότητας, η ελεύθερη και ισότιμη συμμετοχή στις δραστηριότητες αυτών των οργανώσεων των ωφελούμενων, η ανεξαρτησία απέναντι στο κράτος, η διαφύλαξη της εσωτερικής δημοκρατίας και το προβάδισμα του ατόμου (στη βάση της αρχής «ένα άτομο, μία ψήφος»), η αλληλεγγύη και ο εθελοντισμός. Αντίθετα με τις παραπάνω αρχές, οι περισσότερες αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες που ενεπλάκησαν στη ψυχιατρική μεταρρύθμιση στη χώρα μας έφτασαν όλα αυτά τα χρόνια να εξαρτώνται ολοσχερώς από την δημόσια διοίκηση και χρηματοδότηση (μετατρεπόμενες από «μη κυβερνητικές» όπως μερικοί θέλουν να τις αποκαλούν σε «παρα-κυβερνητικές»), να μην χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη καινοτόμων δράσεων αλλά αντίθετα να ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη παροχή στεγαστικών υπηρεσιών, να μην εξασφαλίζουν την ισότιμη συμμετοχή των ωφελούμενων αφού σπανίως συναντούμε ψυχικά πάσχοντες στη διοίκηση τους, να ελέγχονται για την ανάπτυξη γραφειοκρατικής δομής και την έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας, να μην προσελκύουν το ενεργό κοινωνικό ενδιαφέρον αφού γενικώς στερούνται εθελοντών ενώ λείπουν και οι αλληλέγγυες υποστηρικτικές συνεισφορές (σε είδος ή χρήματα) από την τοπική τους κοινότητα.
Οι περισσότερες από τις μη κερδοσκοπικές εταιρείες που σήμερα δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα στον χώρο της ψυχικής υγείας δεν αποτελούν ομάδες αυτοβοήθειας (οργανώσεις χρηστών ή συγγενών τους), δεν αποτελούν μη κυβερνητικές εθελοντικές εταιρείες, δεν αποτελούν συνηγορητικές οργανώσεις. Αποτελούν ιδιωτικές εταιρείες, με πολλά και διαφορετικά κίνητρα, που λειτουργούν απομυζώντας οικονομικά το κράτος, χωρίς παρακολούθηση και αξιολόγηση των προσφερόμενων υπηρεσιών τους, εν απουσία ενός ευρύτερου συστήματος σταθερής, στοχευόμενης και με συνάφεια κοινωνικής πολιτικής.
Σήμερα, σύμφωνα με αξιόπιστα στοιχεία, επί 383 στεγαστικών μονάδων, οι 269 ή ποσοστό 69.76% ανήκουν στο δημόσιο και οι 114 ή ποσοστό 30.24% στις ιδιωτικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες. Για τη λειτουργία όλων αυτών των μονάδων απασχολούνται, στο δημόσιο, 1525 εργαζόμενοι και στα ΝΠΙΔ 1536 εργαζόμενοι, εξυπηρετώντας συνολικά περίπου 3.000 ασθενείς. Σήμερα, έχουν περάσει περίπου τρία χρόνια που έληξε η περίοδος της συγχρηματοδότησης και η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε αποφασίσει αν θα εκχωρήσει μέρος ή το σύνολο των δραστηριοτήτων του κοινωνικού κράτους που αφορά την ψυχική ασθένεια στον ιδιωτικό τομέα. Θα έπρεπε να είχε αποφασίσει αν θα προχωρήσει με ιδιωτικές «μη κερδοσκοπικές εταιρείες» της αγοράς ή με πραγματικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Θα έπρεπε τέλος να είχε βρει τρόπους ούτως ώστε να εγγυηθεί και να ενδυναμώσει την αξιόπιστη και αποτελεσματική λειτουργία των πραγματικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών ως οργανώσεων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Μέχρι τώρα, το ελληνικό κράτος είτε άφηνε να καταρρέουν οι υπηρεσίες που δημιουργούνταν από τα κοινοτικά προγράμματα, είτε έψαχνε μια νέα κοινοτική χρηματοδότηση για να κρατήσει στη ζωή όσες από τις νεοδημιουργούμενες υπηρεσίες δεν μπορούσε, χωρίς σοβαρό τίμημα, ν΄ αφήσει να καταρρεύσουν. Αυτή τη φορά, δεν έχουμε κάτι μικρό, που «δεν μας νοιάζει» αν μετά 12 ή 18 μήνες κλείσει.
Αποτελεί πεποίθηση μου ότι το πρόβλημα του οποίου την κρίση συζητάμε σήμερα, δεν είναι απλά πρόβλημα χρηματοδότησης, αλλά πρωτίστως ζήτημα τύπου προνοιακής πολιτικής που επιθυμούμε να έχουμε. Αποτελεί πεποίθηση μου ότι αν πρέπει να δώσουμε χρήματα σε κάποιους για να λειτουργήσουν δομές για ψυχικά ασθενείς, τότε αυτοί οι κάποιοι πρέπει να είναι αυθεντικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, εκφραστές της κοινωνίας των πολιτών. Αλλά για να γίνει αυτό, χρειάζονται να παρθούν από το πολιτικό προσωπικό οι ανάλογες πολιτικές αποφάσεις και να δραστηριοποιηθεί η κοινωνία των πολιτών.

3.3.09

Μορφές εθελοντισμού στη φροντίδα ψυχιατρικών ασθενών
στην Ελλάδα.

Ν. Μπιλανάκης
(Aναδημοσίευση από Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, Β, 2008, 126:113-131)

Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς η έννοια του εθελοντισμού διότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που διαχρονικά αλλάζει διαρκώς περιεχόμενο, όψη, μεθόδους, πρωταγωνιστές και πεδία παρέμβασης, ακολουθώντας τις εξελισσόμενες ανάγκες και απαιτήσεις της κοινωνίας, στις οποίες και επιχειρεί να ανταποκριθεί (Ανθόπουλος, 2000, σ.23). Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου, θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε τον εθελοντισμό ως (Μπαμπινιώτης, 1998, σ. 556) την «οργανωμένη προσφορά υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο χωρίς την απαίτηση ανταλλάγματος» ή ακόμα ως (Ανθόπουλος, 2000, σ. 23) «τη δραστηριότητα εκείνη που αναπτύσσεται κατά τρόπο αυθόρμητο, ελεύθερο, χωρίς σκοπό ατομικού κέρδους, από μεμονωμένους πολίτες ατομικά ή δια μέσου των οργανώσεων των οποίων αποτελούν μέλη, προς το συμφέρον της ομάδας στην οποία ανήκουν ή τρίτων προσώπων ή της τοπικής, κρατικής ή διεθνούς κοινότητας, αποκλειστικά για σκοπούς αλληλεγγύης (αλτρουιστικούς)».
Για να μπορέσουμε να ιχνηλατήσουμε την συνεχώς μεταβαλλόμενη μορφή που λαμβάνει ο εθελοντισμός στην Ελληνική κοινωνία, για τη χρονική περίοδο που εκτείνεται από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως τις μέρες μας, κρίνουμε σκόπιμο να διαμερίσουμε την ανωτέρω χρονική περίοδο σε τρεις χρονικές υποπεριόδους, τις οποίες ακολούθως θα εξετάσουμε κατά σειρά.
Πιο συγκεκριμένα, στο παραπάνω χρονικό διάστημα μπορούμε να διακρίνουμε (Μπιλανάκης, 2004, σ. 17) τις παρακάτω χρονικές υποπεριόδους: α) την πρώτη ή ιστορική περίοδο, που αρχίζει από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και φτάνει μέχρι το 1914, β) τη δεύτερη ή παραδοσιακή περίοδο, που εκτείνεται από το 1914 έως το 1983 και χαρακτηρίζεται από την ενεργό παρέμβαση του κράτους στον ευαίσθητο υγειονομικό χώρο, και γ) την τρίτη ή μεταρρυθμιστική περίοδο, από το 1983 έως σήμερα, που χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια εφαρμογής μιας μεταρρύθμισης στην ψυχιατρική περίθαλψη στα πλαίσια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Ι. Η πρώτη ή ιστορική περίοδος (1830-1914)

Η πρώτη ή ιστορική περίοδος ανάπτυξης και οργάνωσης υγειονομικών συνολικά, αλλά και ψυχιατρικών υπηρεσιών ειδικότερα, στην πατρίδα μας χαρακτηρίζεται από την απουσία πολιτειακής σταθερότητας και την έλλειψη οικονομικών πόρων. Το μικρό και φτωχό νεοσύστατο, τότε, ελληνικό κράτος προσπαθεί να οργανώσει κυρίως τους τομείς της άμυνας, της διοίκησης και της εξωτερικής πολιτικής και ως εκ τούτου αδυνατεί να χαράξει υγειονομική πολιτική, να δημιουργήσει δηλαδή την απαραίτητη υποδομή και να οργανώσει αποτελεσματικά την υγειονομική του περίθαλψη[1].
Όσον αφορά τη φροντίδα του ψυχιατρικού αρρώστου, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι εκείνη την εποχή δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί το επιστημονικό πεδίο της ψυχιατρικής που υπάρχει σήμερα, ενώ κυρίαρχη ήταν τότε η αντίληψη ότι η ψυχική αρρώστια δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά την απόδειξη της απόκλισης της ζωής του ατόμου από τους θρησκευτικούς κανόνες (Πλουμπίδης, 1989, σ. 39’ Μπιλανάκης, 2004, σ. 22). Για τον λόγο αυτό, την περίοδο εκείνη, οι περισσότερες φτωχές αγροτικές οικογένειες στην Ελλάδα αναζητούσαν στις εκκλησίες και στα μοναστήρια την επανάκτηση της υγείας του αλλόφρονος μέλους των, η οποία πιστεύαν ότι θα επισυνέβαινε δια της θείας επεμβάσεως. Πάντως, πολλά εκκλησιαστικά ιδρύματα, εκείνο τον καιρό, λειτουργούσαν όχι μόνο ως χώροι θεραπείας αλλά και, και ελλείψει άλλων δομών, ως άσυλα, δηλαδή ως χώροι προστασίας και φροντίδας των ψυχοπαθών. Τα εκκλησιαστικά αυτά ιδρύματα πολλές φορές στηρίζονταν σε πρακτικές αλληλεγγύης που ανέπτυσσαν οι υπάρχουσες και κατά τόπους δυνατές ελληνικές κοινότητες (Στασινοπούλου, 2004).
Οι πρώτες σοβαρές εκδηλώσεις μέριμνας ειδικά για την ψυχιατρική περίθαλψη από μέρους της Ελληνικής Πολιτείας εμφανίσθηκαν μόλις τριανταπέντε χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και αφορούσαν στην κατάθεση του πρώτου νόμου σχετικά με την ψυχιατρική περίθαλψη καθώς και στην ανάληψη πρωτοβουλιών με στόχο την ίδρυση φρενοκομείου. Πράγματι, στις 19 Μαίου 1862, δημοσιεύεται το πρώτο ψυχιατρικό υγειονομικό νομοθέτημα, ο Νόμος ΨΜΒ «Περί συστάσεως Φρενοκομείων», ενώ οι πρώτες πρωτοβουλίες που σημειώθηκαν προς την κατεύθυνση της ίδρυσης του πρώτου ελληνικού φρενοκομείου, αρχικά στην Αθήνα και κατόπιν στην Αίγινα, τελικά απέτυχαν (Πλουμπίδης, 1989, σ. 124). Η Ελλάδα, τελικά, αποκτά τα πρώτα ψυχιατρικά νοσοκομεία της το 1864, δια της κληρονομιάς και όχι δια της ιδρύσεως, όταν με την προσάρτηση των Ιονίων νήσων προσκτά και το ιδρυθέν από το 1838 «εν Κερκύρα φρενοκομείο», όπως επίσης και το «Άσυλο Ψυχοπαθών» στο Αργοστόλι της Κεφαλληνίας, που ιδρύθηκαν εκεί κατά την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας.
Ακολούθως, στα τέλη αυτής της πρώτης ή ιστορικής περιόδου παρατηρούμε στην Ελλάδα την μαζική δημιουργία νοσοκομείων. Τα νοσοκομεία αυτά, πολλά από τα οποία είναι ψυχιατρικά, ιδρύονται όχι από την πρωτοβουλία του κράτους, αλλά σχεδόν αποκλειστικά από τις δωρεές και τα κληροδοτήματα πλούσιων ομογενών του εξωτερικού, των γνωστών «εθνικών ευεργετών». Η αιτία της φιλανθρωπικής αυτής δραστηριότητας των πλούσιων ομογενών ευπατρίδων έχει απασχολήσει τους έλληνες επιστήμονες (Ψυρούκης, 1975’ Μαρκεζίνης, 1968’ Θεοδώρου, 1987’ Δερτιλής 2005) και για το θέμα αυτό έχουν δοθεί κάποιες ερμηνευτικές απόψεις. Υπάρχει η άποψη (Μαρκεζίνης, 1968’ Θεοδώρου, 1987) ότι οι ομογενείς προχώρησαν στις μεγάλες δωρεές και ευεργεσίες με κυριότερο κριτήριο τον πατριωτισμό. Μια άλλη άποψη (Ψυρούκης, 1975’ Δερτιλής, 2005, σ. 32) θεωρεί ότι οι Έλληνες ομογενείς, στην πλειοψηφία τους έμποροι, χρηματιστές, τραπεζίτες ή πλοιοκτήτες που απόφευγαν τις μακροχρόνιες βιομηχανικές επενδύσεις στην Ελλάδα και προτιμούσαν είτε τις επενδύσεις στο εμπόριο και τις τράπεζες είτε την κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο και την αγορά συναλλάγματος, προχωρούσαν σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες διότι ήθελαν με τις δωρεές τους να κατασκευάσουν μια εικόνα πατριωτισμού που θα συγκάλυπτε τις εκμεταλλευτικές διαθέσεις τους. Μια πιο συνθετική άποψη για το ζήτημα των κινήτρων της φιλανθρωπικής συμπεριφοράς των ομογενών δίδεται πάλι από τον Δερτιλή (2005), ο οποίος ισχυρίζεται ότι τους ομογενείς χαρακτήριζαν πράγματι όλα τα ανωτέρω περιγραφόμενα επιχειρηματικά χαρακτηριστικά, αλλά παρ’όλα αυτά τους χαρακτήριζε και το συναίσθημα της φιλοπατρίας, που εξάλλου υπήρχε και ως ευρωπαϊκό σύνδρομο της εποχής, αλλά και η αναζήτηση μιας κατά το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής τους από την ελληνική κοινωνία που θα νομιμοποιούσε το κυρίαρχο σύστημα κοινωνικών αξιών και συμπεριφορών που εκείνοι ηγεμόνευαν (Δερτιλής, 2005, σ.49).
Τα ψυχιατρικά νοσοκομεία ή τα γενικά νοσοκομεία με τμήματα για ψυχοπαθείς που δημιουργούνται εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα χάρη στη εθελοντική δωρεά πλούσιων ευπατρίδων είναι κατά χρονολογική σειρά (Μπιλανάκης, 2004) τα παρακάτω: Το Δρομοκαιτειο Θεραπευτήριο, το πρώτο ψυχιατρικό νοσοκομείο στην Ελλάδα, που δημιουργείται το 1887 χάρη στη δωρεά του πλούσιου φιλανθρώπου Τζ. Δρομοκαίτη. Στη συνέχεια συνεισέφεραν στην δημιουργία του και άλλοι δωρητές, οι οποίοι διέθεσαν σημαντικά ποσά με τα οποία χτίσθηκαν και άλλα νοσηλευτικά κτίρια μέσα στο Δρομοκαιτειο, που φέρουν κατά κανόνα τα ονόματα τους, όπως Σεβαστοπούλειο, Θεολόγειο, Σπηλιοπούλειο, Συγγρού, Δάφτσειο κλπ. Το 1886 επανεγκαινιάζεται το παλιό νοσοκομείο της Χίου, στα πλαίσια του οποίου λειτουργούσε και τμήμα για φρενοβλεβείς, αφού έχει ανακατασκευαστεί με έξοδα της οικογένειας Σκυλίτση. Το 1905 εγκαινιάστηκε η πρώτη πανεπιστημιακή ψυχιατρική κλινική στην Ελλάδα, το Αιγινίτειο Νοσοκομείο, που δημιουργήθηκε με το κληροδότημα του καθηγητή αστρονομίας Διονυσίου Αιγινήτη. Το 1908 ιδρύεται στην Ερμούπολη το άσυλο Φρενοπαθών Κυκλάδων, με πρωτοβουλία της Φιλάνθρωπου Επιτροπής Ερμουπόλεως υπό την προεδρία του επισκόπου Σύρου. Το 1933 επίσης επαναλειτουργεί το άσυλο της Κεφαλληνίας, που όπως προαναφέραμε προσκτήθηκε από το ελληνικό κράτος με την ενσωμάτωση των Επτανήσων στην Ελλάδα, ως «Βέγειο Άσυλο Φρενοβλαβών», αφού ανοικοδομείται από τον πλούσιο φιλάνθρωπο Βέγεια.
Συνοπτικά, στην περίοδο αυτή στην πατρίδα μας, την φροντίδα που προσφέρει στους ψυχιατρικά αρρώστους, όπως και στο σύνολο των αρρώστων, η οικογένεια, η εκκλησία και ενίοτε η κοινότητα, έρχεται να ενισχύσει η εθελοντική δράση, που ως φιλανθρωπική δραστηριότητα, αναλαμβάνεται κυρίως από πλούσιους ευπατρίδες του εξωτερικού, παίρνοντας τη μορφή της ιδρύσεως πολλών και ποικίλλων νοσηλευτικών ιδρυμάτων.

ΙΙ. Η παραδοσιακή περίοδος (1914 - 1983).

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ενεργητικότερη παρέμβαση του ελληνικού κράτους στον υγειονομικό χώρο, με αποτέλεσμα την υγειονομική αναδιοργάνωση της χώρας. Την περίοδο αυτή εκδίδεται μεγάλος αριθμός νόμων και διαταγμάτων και ιδρύονται, από το κράτος πλέον, πολυάριθμα νοσοκομεία (γενικά αλλά και ειδικά ψυχιατρικά). Σημαντικά κοινωνικά γεγονότα εκείνης της περιόδου είναι η Μικρασιατική καταστροφή και οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι που περιορίζουν την δυναμική της οργάνωσης και προσφοράς υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας που είχε αναπτυχθεί εκ μέρους του κράτους[2].
Όσον αφορά στην παροχή ειδικών ψυχιατρικών υπηρεσιών, την χρονική αυτή περίοδο ψηφίζεται ο νόμος 6077/1934 «περί οργανώσεως των δημόσιων ψυχιατρείων» και δημιουργούνται από το ελληνικό κράτος μια σειρά από δημόσια ψυχιατρικά νοσοκομεία. Πιο συγκεκριμένα, το 1917 ιδρύεται το Ψυχιατρείο της Θεσσαλονίκης και το 1928 αρχίζει να λειτουργεί στο Δαφνί το σημερινό Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, το οποίο υποδέχεται ασθενείς από το Άσυλο της Αγίας Ελεούσας το οποίο είχε ιδρυθεί ήδη από το 1915. Τη δεκαετία του 1950, η υπερπληρότητα των υπαρχόντων ψυχιατρείων παίρνει διαστάσεις σοβαρού προβλήματος και η κυβέρνηση αποφασίζει τη δημιουργία της Αποικίας Ψυχοπαθών Λέρου, στην οποία και εισάγονται, στις 2/1/1958, οι πρώτοι 300 τρόφιμοι. Άλλα ψυχιατρικά νοσοκομεία που δημιουργούνται από κρατική πρωτοβουλία την ίδια χρονική περίοδο κατά χρονολογική σειρά είναι: το 1958 λειτουργεί το Δημόσιο Παιδοψυχιατρικό Νοσοκομείο Νταού Πεντέλης, το 1961 ιδρύεται το Ψυχιατρείο Καλαμάτας, το 1967 ιδρύεται το Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων Τρίπολης, το 1970 το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Πέτρας Ολύμπου ενώ το 1971 μεταφέρεται στα νέα του κτίρια το Ψυχιατρείο της Σούδας που είχε ιδρυθεί από το 1910. Όλα αυτά τα νοσοκομεία-άσυλα εκπροσωπούν, ουσιαστικοποιούν και συνοψίζουν την δεύτερη αυτή περίοδο της ιστορίας της ψυχιατρικής φροντίδας στην Ελλάδα (Μπιλανάκης, 2004, σ. 37), νοσοκομεία-άσυλα που η υποτυπώδης υλικοτεχνική υποδομή τους και η αθλιότητα των συνθηκών διαβίωσης και περίθαλψης των εγκλείστων οδηγούν, όχι μόνο στην επικράτηση της κατασταλτικής ψυχιατρικής αντιμετώπισης αλλά, και ορίζουν τα ιδρύματα αυτά ως χώρους αποκλεισμού και κοινωνικής ευθανασίας (Μπαιρακτάρης, 1994, σ. 107)
Την ίδια περίοδο, και πιο συγκεκριμένα από τα τέλη του 19ου αιώνα - αρχές του 20ου αιώνα, στα πλαίσια της, και τότε, κυρίαρχης στην Ελλάδα φιλελεύθερης ιδεολογίας διαμορφώνεται, με πρωταγωνιστές πολίτες όχι μόνο από τα αστικά αλλά κυρίως από τα μικροαστικά στρώματα της Αθήνας και άλλων πλούσιων πόλεων, μια φιλανθρωπική δραστηριότητα που θα επιχειρήσει να διευθετήσει τις συνθήκες ύπαρξης γενικότερα των απόκληρων (φτωχών, ψυχικά πασχόντων κ.α.), προκειμένου να εμποδίσει την εξαθλίωση να μετατραπεί σε απειλή για την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, λειτουργώντας ενισχυτικά στην διαδικασία κοινωνικής συγκρότησης και επιβολής κοινωνικού ελέγχου και ειρήνης[3] (Κορασίδου, 2004, σ. 71’ Οικονόμου, 2004). Ανάμεσα σε συλλόγους και εταιρείες που δραστηριοποιούνται εκείνη την περίοδο, ιδιαίτερα στο τομέα της ψυχικής ασθένειας, αναφέρουμε (Μπιλανάκης, 2006, σ.74) την Εταιρεία Προστασίας Ψυχικώς Ασθενών (Ε.Π.Ψ.Α.), το Σωματείο Επικουρικής Περιθάλψεως Απόρων Ψυχικώς Ασθενών «Η Συμπαράστασις», το Ελληνικό Φως, τη ΧΕΝ, τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό κ.α., τους οποίους πλαισίωναν πολλοί φιλάνθρωποι που δρούσαν εξατομικευμένα. Ανάμεσα στις δραστηριότητες αυτών των φιλανθρωπικών οργανώσεων αναφέρουμε τις θεατρικές και κινηματογραφικές παραστάσεις, τις παραστάσεις καραγκιόζη, τις εμφανίσεις χορωδιών και ορχηστρών που οργανώνονται από αυτές εντός των Ψυχιατρείων. Οι οργανώσεις αυτές προβαίνουν επίσης σε δωρεές στις Κλινικές των Ψυχιατρικών Νοσοκομείων «αντικειμένων όπως ραδιοφώνα, πικάπ, μεγάφωνα και κλωβών με καναρίνια» αλλά και την «δωρεά κατασκευή και λειτουργία περιστερώνων και αργαλειών προς απασχολησιοθεραπείαν των ασθενών, την ανάπτυξη αθλοπαιδιών (βόλλευ μπόλ), την δωρεά κιθάρων, μανδολινίων, επιτραπέζιων παιγνιδιών (τάβλια, ντάμες, παιγνιδιόχαρτα), τη δωρεά ρουχισμού, πλήθους δίσκων μουσικής και ποικίλων περιοδικών» (Γκούσης, 1960, σ. 42).
Το απαραίτητο νομικό πλαίσιο των παραπάνω δραστηριοτήτων ρυθμίζεται την περίοδο εκείνη με την υιοθέτηση των νόμων 2039/1939 περί Κοινωφελών Ιδρυμάτων και 1111/1972 περί Φιλανθρωπικών Σωματείων. Πιο συγκεκριμένα, ο ν. 2039/1939 προέβλεπε ότι κοινωφελές είναι το ίδρυμα που αποβλέπει σε κοινωφελείς στόχους, ενώ κοινωφελής στόχος είναι ο «…κατ’ αντίθεσιν προς τον ιδιωτικόν, πας κρατικός, θρησκευτικός, φιλανθρωπικός, εν γένει δ’ επωφελής εις το κοινόν εν όλω ή εν μέρει σκοπός». Αντίστοιχα, το Ν.Δ. 1111/1972 περί «Φιλανθρωπικών Σωματείων» καθόριζε το πλαίσιο λειτουργίας σωματείων με σκοπό «την παροχή υλικής και ηθικής προστασίας ή αρωγής σε άτομα ή ομάδες ατόμων που βρίσκονται μόνιμα ή πρόσκαιρα σε κατάσταση αποδεδειγμένης ανάγκης, χωρίς οποιαδήποτε αντάλλαγμα εκ μέρους των βοηθούμενων ή τρίτων».
Αργότερα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά, παρατηρούμε στο τομέα της ψυχικής υγείας της πατρίδας μας την δειλή, αρχικά, εμφάνιση εθελοντικών οργανισμών με εντελώς καινοφανή χαρακτηριστικά, οργανώσεις που σήμερα θα ονομάζαμε οργανώσεις συνηγορίας (advocacy). Η Πανελλήνια Ένωση Ψυχικής Υγιεινής, που ιδρύθηκε το 1956 (Λυκέτσος, 1998, σ. 289) με στόχο την ευαισθητοποίηση του γενικού πληθυσμού σε θέματα ψυχικής υγιεινής και την ενδυνάμωση (empowerment) του ασθενούς μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί την πρώτη ίσως συνηγορητική οργάνωση που ιδρύθηκε από επαγγελματίες της υγείας, της ψυχικής υγείας καθώς και άλλα εκλεκτά μέλη της ελληνικής κοινωνίας στον τόπο μας με σκοπό την εθελοντική παροχή υπηρεσιών στον τομέα της ψυχικής υγείας. Λίγο αργότερα, το 1961, ιδρύεται από την Γ Ψυχιατρική Κλινική του Δρομοκαιτείου (Φαφαλιού, 1995, σ. 267), στα πλαίσια της ψυχοκοινωνικής ψυχιατρικής, η Λέσχη Ασθενών με περισσότερο πάντως κοινωνικοποιητικό ρόλο και ελάχιστο ή ανύπαρκτο αυτοοργανωτικό ρόλο. Γύρω στη δεκαετίες του ’60 και του ’70 μια γενικότερη διάθεση πολιτικής και κοινωνικής αμφισβήτησης – τροφοδοτούμενη και από την καθυστερημένη άφιξη στη χώρα των απόηχων του ’68, αλλά και την οργή της εφτάχρονης δικτατορίας (Αμπατζόγλου, 1985’ Αμπατζόγλου, 1991, σ. 88)- αρχίζει να αποκτά κυριαρχικό λόγο και να οδηγεί στη δημιουργία των, αργότερα επονομασθέντων, Νέων Κοινωνικών Κινημάτων (Μουζέλης, 1999), δηλαδή του κινήματος για τα δικαιώματα των γυναικών, των καταναλωτών, των ψυχικά πασχόντων κλπ. Ανάμεσα στις δράσεις ατόμων ή άτυπων ομάδων που εμφορούμενες τόσο από εθελοντισμό, όσο από μια βαθιά αίσθηση πολιτικοποίησης ενεπλάκησαν στα ψυχιατρικά πράγματα εκείνης της εποχής, μπορούμε να μνημονεύσουμε (Μπιλανάκης, 2004) τους παρακάτω: α) την «Ομάδα των γιατρών της Λέρου», που συγκροτείται το 1981 από νέους ειδικευόμενους ψυχίατρους, βοηθούς στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου. β) την ομάδα παρέμβασης που έγινε το 1989 στο 16ο περίπτερο στη Λέρο με επικεφαλής τον ψυχίατρο Κ. Μπαιρακτάρη στην οποία συμμετείχαν εθελοντικά άτομα από το μόνιμο προσωπικό του ΚΘ Λέρου καθώς και φοιτητές του τμήματος ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. γ) την Επιστημονική Ένωση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου στο Δαφνί, που από το 1984 αρχίζει να εκδίδει το περιοδικό «Τετράδια Ψυχιατρικής» και δ) την Επιτροπή για την Ψυχιατρική Περίθαλψη της ΕΙΝΑΠ. Ανάμεσα στις εθελοντικές δράσεις που αναπτύσσονται εκείνη της εποχή, σημειώνουμε και αυτές που σχετίζονται με την αυτοοργάνωση των ίδιων των χρηστών υπηρεσιών ψυχικής υγείας, όπως τη «Κίνηση για τα Δικαιώματα των ‘Ψυχασθενών’», το Σύλλογο «η Αναγέννηση», το Σύλλογο Χρηστών του ΨΝΑ. Βασική συνιστώσα εκείνης «της εποχής της γενικότερης ευαισθητοποίησης γύρω από τα ψυχικά και επένδυσης μέρους της πολιτικοποίησης στα αντιψυχιατρικά» ήταν και το αντιψυχιατρικό κίνημα (Μπιλανάκης, 2004, σ. 42). Ένα αντιψυχιατρικό κίνημα, που στη χώρα μας, στις καλύτερες στιγμές του, εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70, δεν ξεπέρασε ένα μικρό μόνο αριθμό μελών, κυρίως νέων επαγγελματιών ψυχικής υγείας (ειδικευόμενων ψυχιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών), αλλά όμως κατάφερε να δημιουργήσει μια αξιοσημείωτη δυναμική και ένα έντονο κοινωνικό απόηχο.
Συνοψίζοντας τα μέχρι τώρα λεχθέντα, θα λέγαμε ότι κατά την παραδοσιακή περίοδο, σε αντίθεση με την προηγουμένη ιστορική περίοδο, η οικογένεια παύει να «κρατά» το ψυχικά άρρωστο μέλος της στο σπίτι ή να το κατευθύνει στα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Η οικογένεια πλέον επιζητά την προσήκουσα φροντίδα για το ψυχικά άρρωστο μέλος της απευθυνόμενη σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, πολλά εκ των οποίων έχουν μεν ιδρυθεί από εθελοντική πρωτοβουλία πλούσιων ευεργετών αλλά την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη για την λειτουργία τους έχει αναλάβει ήδη το κράτος. Αυτό που επίσης παρατηρούμε να συμβαίνει ιδιαίτερα κατά την πρώτη φάση της παραδοσιακής αυτής περιόδου είναι ότι στη λειτουργία αυτών των υγειονομικών ιδρυμάτων συμβάλλει η εθελοντική δραστηριότητα ποικίλων εταιρειών, συλλόγων και ατόμων που, αποδεχόμενοι την φιλελεύθερη άποψη ότι η ανισότητα οφείλεται στη φύση ή τη θεία θέληση, προσπαθούν να στρογγυλέψουν και να καταστήσουν περισσότερο ήπιες τις απεχθείς πλευρές της αφόρητης καθημερινότητας των εγκλείστων ψυχικά ασθενών. Αυτή την εθελοντική δράση διαδέχεται μια άλλη μορφή εθελοντικής δράσης που εμφανίζεται στο δεύτερο μισό της ίδιας χρονικής περιόδου, συναρτούμενη με την εμφάνιση και δράση των συνηγορητικών οργανώσεων και των νέων κοινωνικών κινημάτων που εμφανίζονται τότε στη πατρίδα μας και συναρθρώνονται με το αίτημα για ψυχιατρική μεταρρύθμιση.

ΙΙΙ. Η τρίτη ή μεταρρυθμιστική περίοδος (1983 μέχρι σήμερα).

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο υγειονομικός τομέας στη χώρα μας παρέμενε υπανάπτυκτος και με χαμηλό ποιοτικά και ποσοτικά επίπεδο παρεχομένων υπηρεσιών. Μετά το 1974, όμως, και στα πλαίσια μιας ακολουθούμενης τότε πολιτικής που έτεινε στη διαμόρφωση ενός κράτους πρόνοιας, παρατηρείται εντυπωσιακή διόγκωση των υπηρεσιών υγείας. Τελικά, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, και πριν το κράτος πρόνοιας ολοκληρωθεί, αυτή η πολιτική αρχίζει να αμφισβητείται και το κράτος πρόνοιας εισέρχεται σε κρίση .
Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος 1397 του 1983 περί Εθνικού Συστήματος Υγείας αποτέλεσε την σημαντικότερη προσπάθεια που έγινε ποτέ στη χώρα μας για αναδιοργάνωση του τομέα της υγείας και μαζί αφετηρία έναρξης της τρίτης χρονικής περιόδου που μελετούμε. Ο ανωτέρω νόμος, και ειδικά το άρθρο 21, επέβαλε σημαντικές μεταρρυθμιστικές εξελίξεις και στο σύστημα παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας της χώρας μας προβλέποντας αφ’ενός μέν τη δημιουργία ενός αποκεντρωμένου δικτύου υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην κοινότητα, αφετέρου δε τη μετατροπή του ψυχιατρικού νοσοκομείου/ασύλου σε ειδικό νοσοκομείο όπως και τη βελτίωση των συνθηκών αξιοπρεπούς περίθαλψης των ασθενών στα δημόσια ψυχιατρεία
Όσον αφορά πιο συγκεκριμένα την κατάσταση στη ψυχική υγεία, το 1984 υιοθετήθηκε ο κανονισμός 815 που αποτέλεσε και το σημαντικότερο διοικητικό-οργανωτικό μέσο για την αναδιάρθρωση και την μεταρρύθμιση των ψυχιατρικών υπηρεσιών στη χώρα μας. Ο κανονισμός αυτός αποτέλεσε τη θετική κατάληξη αιτήματος οικονομικής ενίσχυσης που κατέθεσε η Ελλάδα προς την τότε ΕΟΚ για την ανάπτυξη υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Οι βασικοί στόχοι εκείνου του προγράμματος ανάπτυξης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας για ένα διάστημα 5 ετών (1984-1988) ήταν (Yfantopoulos, 1994) η τομεοποίηση του συστήματος ψυχικής υγείας, η βελτίωση της οργανωτικής δομής του συστήματος, η ανάπτυξη ψυχιατρικών μονάδων στα γενικά νοσοκομεία, η ανάπτυξη κοινοτικών κέντρων ψυχικής υγείας, η παροχή πρωτοβάθμιων και αποκαταστασιακών φροντίδων υγείας, η ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων για όλους τους τύπους του προσωπικού και η αποκέντρωση της λειτουργίας του συστήματος. Όμως ένα χρόνο πριν τη λήξη του κανονισμού 815/84, στα τέλη δηλαδή του 1988, αποκαλύπτεται πως μόνο ένα μικρό μέρος των κονδυλίων των κοινοτικών πόρων έχει απορροφηθεί και αυτό με δράσεις που υλοποιούνται κατά κύριο λόγο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Αντιμέτωπη με αυτή τη κατάσταση, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τροποποιεί τον κανονισμό 815/84 με ένα νέο κανονισμό, τον 4130/88, και συμφωνεί να δοθεί παράταση μέχρι 31/12/1994 στις προθεσμίες υλοποίησης του παλαιότερου κανονισμού, χωρίς να μεταβληθεί η συνολική οικονομική συνδρομή της Επιτροπής, με την προϋπόθεση να εφαρμοσθούν μέθοδοι αξιολόγησης, παρακολούθησης και ελέγχου των προγραμμάτων και δράσεων του έργου με την τεχνική βοήθεια εμπειρογνωμόνων της Κοινότητας (Μπιλανάκης, 2004, σ. 46).
Στις 7/7/1990, μέσα στον θόρυβο πού είχαν ξεσηκώσει διεθνή ΜΜΕ για την κατάσταση στη Λέρο και τη διαπιστούμενη μικρή ταχύτητα αναμόρφωσης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα και μετά από συζητήσεις για κακή διαχείριση πόρων, το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφασίζει την προσωρινή αναστολή του Κανονισμού 815. Το πρόβλημα της Λέρου φτάνει στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου εκτός από την απειλή της απαίτησης των κονδυλίων που έχουν χορηγηθεί για τη Λέρο, απειλείται η ίδια η χώρα με κυρώσεις (Μεγαλοοικονόμου, 1995, σ. 103) Προκαλείται γενική σύγχυση η οποία ενισχύεται από την αναγγελία από μέρους της ΕΟΚ, της αναστολής της χρηματοδότησης αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένα έργα με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Τελικά, στις 8/10/1991 μετά από πιέσεις, εκθέσεις προόδου, και κατάθεση νέων προγραμμάτων εγκρίνεται νέα παράταση του κανονισμού και διαμορφώνεται το πρόγραμμα Λέρος Ι (1991-1992) και αργότερα το Λέρος ΙΙ.
Ανάμεσα στα μέτρα που ελήφθησαν από την ελληνική κυβέρνηση για την προώθηση των διαδικασιών της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, εκείνη την περίοδο, ήταν και η «εισαγωγή» των μη κερδοσκοπικών εταιρειών στο χώρο της ψυχικής υγείας.. Οι λόγοι που οδήγησαν εκείνη την περίοδο στην ίδρυση των μη κερδοσκοπικών εταιρειών στο χώρο των υπηρεσιών υγείας στην πατρίδα μας σχετίζονταν με την αναγκαιότητα επίσπευσης των διαδικασιών υλοποίησης των προγραμμάτων της Ε.Ε. και ως εκ τούτου παράκαμψης των δυσχερειών του λογιστικού συστήματος των ΝΠΔΔ (Μαδιανός, 1994, σ. 147΄ Γκιωνάκης, 2004). Για το λόγο αυτό εξάλλου ψηφίστηκε ο ν. 2072/92 που ρύθμιζε το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο για τη δημιουργία και λειτουργία των αστικών μη κερδοσκοπικών εταιρειών. Με αυτό τον τρόπο ένας μικρός αριθμός «επιστημονικών σωματείων» δημιουργήθηκαν τότε και κλήθηκαν να εφαρμόσουν αρχικά το Μέτρο 1 του προγράμματος Λέρος Ι, που αφορούσε στη δημιουργία ξενώνων για μικρό αριθμό ασθενών του Κρατικού Θεραπευτηρίου (110 συνολικά), ενώ αργότερα κλήθηκαν να υλοποιήσουν και το Μέτρο 2, εκπαιδεύοντας το προσωπικό του Θεραπευτηρίου της Λέρου. Στο πρόγραμμα Λέρος συμμετείχαν οι ακόλουθοι μη κερδοσκοπικοί φορείς (Γκιωνάκης, 2004): Εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας, Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης & Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ), Εταιρεία Ψυχικής Υγείας & Κοινωνικής Αποκατάστασης (ΕΨΥΚΑ), Θεσσαλική Εταιρεία Ψυχικής Υγείας, Περίθαλψης και Αποκατάστασης (ΘΕΨΥΠΑ), Εταιρεία Προαγωγής Ψυχικής Υγείας Ηπείρου (ΕΠΡΟΨΥΗ) και Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου (ΕΨΥΠΕ). Συμμετείχαν επίσης και δύο ΝΠΙΔ συστημένα από το κράτος, το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) και το Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής.
Την ίδια περίοδο λαμβάνονται μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων, και από την κυβέρνηση της ΝΔ αρχικά και από του ΠΑΣΟΚ αργότερα, που προωθούν και υποστηρίζουν γενικά την εθελοντική δραστηριότητα. Βέβαια αυτές οι ρυθμίσεις αφορούν σε τομείς διαφορετικούς από αυτόν της υγείας, αλλά τις κρίνουμε αξιομνημόνευτες επειδή αποτελούν ρυθμίσεις που προωθούν και προάγουν γενικότερα τον εθελοντισμό. Πιο συγκεκριμένα, ο ν. 1951/1991 ήταν ο πρώτος σχετικός νόμος που καθιέρωσε το θεσμό του εθελοντή πυροσβέστη. Την ίδια περίοδο το Υπουργείο Παιδείας, μέσω της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς και του άρθρου 20 του ν. 2074/1992 ενισχύει τον εθελοντισμό των Νέων κάτω των 29 ετών. Τρία χρόνια αργότερα, το 1995, ο ν. 2344 ρυθμίζει θέματα που αφορούν την εθελοντική συμμετοχή και προσφορά στον τομέα της πολιτικής προστασίας. Την ίδια χρονιά, το 1995, σημαντικό βήμα για την προώθηση της ιδέας του εθελοντισμού και την προβολή του ρόλου των εθελοντικών οργανώσεων στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, προσφέρει ο θεσμός της δωρεάν μετάδοσης μηνυμάτων κοινωνικού περιεχόμενου (άρθρο 3 παρ. 21 του ν. 2328/1995 και κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Υγείας και Πρόνοιας και Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της 2ας Ιανουαρίου 1997) αφού μεταξύ των φορέων που δικαιούνται τη μετάδοση τέτοιων μηνυμάτων περιλαμβάνονται και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Ο όρος πάντως «εθελοντισμός» εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ελληνικό νομοθετικό κείμενο το 1998 (Ανθόπουλος, 2000, σ. 39), με την ευκαιρία νομοθετήματος που αφορά τον τομέα της υγείας και πρόνοιας (άρθρο 12 του ν. 2646/1998 για την Ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας). Εδώ γίνεται λόγος για «Ανάπτυξη του Εθελοντισμού» και δημιουργία στον οργανισμό του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας ανεξάρτητου Τμήματος Ανάπτυξης Εθελοντισμού. Στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου, επίσης, καθορίζεται ως επίσημη ημέρα εορτασμού του εθελοντισμού στη χώρα μας η 5η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Με το νόμο αυτό ορίζεται ότι τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή, δραστηριοποιούνται στον τομέα της υγείας ή της κοινωνικής φροντίδας με αντικείμενο κυρίως την εθελοντική παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας προς άτομα ή ομάδες πληθυσμού θεωρούνται εθελοντικές οργανώσεις και αποτελούν φορείς του εθνικού συστήματος κοινωνικής φροντίδας από κοινού με τους μη κερδοσκοπικούς φορείς και τους φορείς του δημοσίου τομέα (άρθρο 3, παρ. 1). Το κριτήριο για την υπαγωγή μιας οργάνωσης στην έννοια της εθελοντικής οργάνωσης σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο (Ανθόπουλος, 2000, σ. 92) θα πρέπει να αναζητηθεί στον καθοριστικό ρόλο που πρέπει να έχουν οι εθελοντές και η εθελοντική εργασία στην υλοποίηση των προγραμμάτων δράσης αυτής της οργάνωσης. Ένα χρόνο αργότερα ψηφίζεται και ο ν. 2716/1999 σύμφωνα με τον οποίο διευρύνεται η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας τόσο από φορείς του δημόσιου τομέα όσο και από ιδιωτικούς κερδοσκοπικούς και μη κερδοσκοπικούς φορείς.
Από το 2000 και μετά την νομοθετική αυτή κατοχύρωση του εθελοντισμού, η συμμετοχή του εθελοντικού και μη κερδοσκοπικού τομέα σε δραστηριότητες του τομέα ψυχικής υγείας μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Το Υπουργείο σχεδιάζει και υλοποιούνται από μη κερδοσκοπικούς φορείς τόσο δράσεις πυροσβεστικού χαρακτήρα (όπως π.χ. το πρόγραμμα άμεσης υποστήριξης ΨΝΑ Δρομοκαϊτείου), όσο και δράσεις που συνεχίζουν το, με κοινοτικά χρήματα, επιδοτούμενο πρόγραμμα ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Πιο συγκεκριμένα, στο πρόγραμμα «Άμεση Υποστήριξη ΨΝΑ Δρομοκαϊτείου» συμμετείχαν (Γκιωνάκης, 2004) οι φορείς ΕΠΑΨΥ, ΘΕΨΥΠΑ, ΕΨΥΚΑ, ΕΠΡΟΨΥΗ και ΕΨΥΠΕ και η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Κλίμακα». Στην Α’ φάση του προγράμματος «Ψυχαργώς» συμμετείχαν η ΕΠΡΟΨΥΗ, η Εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας και το ΕΠΙΨΥ, ενώ στη Β’ φάση του προγράμματος «Ψυχαργώς» ο αριθμός των μη κερδοσκοπικών φορέων αυξάνει κατά πολύ και φθάνει στους 31, εκ των οποίων μόνο οι 6 έχουν λάβει μέρος στα προηγούμενα προγράμματα. Κάποιοι από τους νέους φορείς συστήνονται από επαγγελματίες που είναι γνωστοί στο χώρο της ψυχικής υγείας για την εμπειρία τους, ενώ ένας αρκετά μεγάλος αριθμός συστήνεται από ανθρώπους που δεν είχαν καμία προηγουμένη σχέση με το χώρο.
Τελικά, και όσον αφορά τη τρίτη ή μεταρρυθμιστική χρονική περίοδο που μελετούμε, οι κύριες εθελοντικές οργανώσεις που υφίστανται και δραστηριοποιούνται στο χώρο των υπηρεσιών ψυχικής υγείας είναι οι μη κερδοσκοπικές εταιρείες που συμμετέχουν στη υλοποίηση των προγραμμάτων αποασυλοποίησης. Αυτές οι εταιρείες έχοντας συσταθεί κατόπιν «άνωθεν» υποδείξεων, στη βάση του «επιστημονικού» κριτηρίου και γύρω από ένα άτομο συνήθως αναγνωρισμένου κύρους, όπως π.χ. τον εκάστοτε τοπικό Καθηγητή Πανεπιστημίου, αρχίζουν αργότερα να γίνονται αντικείμενο αρνητικής κριτικής από επαγγελματίες της ψυχικής υγείας. Βασικό σημείο κριτικής αποτελεί το γεγονός ότι οι εταιρείες αυτές δεν δημιουργήθηκαν με τον ίδιο τρόπο που συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι εθελοντικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις αποτέλεσαν αποκλειστικό προϊόν της κοινωνίας των πολιτών, αντιπροσωπεύοντας την ενεργοποίηση των ίδιων των πολιτών για θέματα τα οποία δεν καλύπτονταν επαρκώς ή δεν εντάσσονταν στην πολιτική των επίσημων κρατικών θεσμών. Ο στρεβλός τρόπος δημιουργίας και ανάπτυξης των μη κερδοσκοπικών εταιρειών στην πατρίδα μας δημιουργεί, σύμφωνα με τους ασκούντες κριτική, δυσλειτουργίες όπως η απουσία κοινωνικής συναίνεσης στη λειτουργία τους από τις τοπικές κοινωνίες όπου δραστηριοποιείται η κάθε μία, η απουσία εθελοντών και εθελοντικής δράσης, η απουσία συμμετοχικότητας και δημοκρατικής λειτουργίας, η απουσία κοινωνικής λογοδοσίας κ.α. (Γκιωνάκης, 1999’ Μπιλανάκης, 2006,α, Μπιλανάκης, 2006, β, σ. 36).
Αν και οι μη κερδοσκοπικές εταιρείες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εθελοντικών οργανώσεων που υπάρχουν και δραστηριοποιούνται στη χώρα μας αυτή την περίοδο παρέχοντας υπηρεσίες ψυχικής υγείας δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε να αναφερθούμε και σε ένα άλλο τμήμα εθελοντικών δράσεων που, αν και μικρό είναι υπαρκτό και, επιτελείται κυρίως από τις οργανώσεις αυτοβοήθειας αλλά και από τις οργανώσεις εκείνες που δημιουργήθηκαν από πολίτες με σκοπό την υποστήριξη ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, με τα οποία οι πολίτες αυτοί δεν έχουν ούτε συγγενική, ούτε επαγγελματική σχέση, παρακινούμενοι απλώς από κοινωνική αλληλεγγύη (Μπιλανάκης, 2006, β).
. Μιλώντας γενικά για τις οργανώσεις αυτοβοήθειας στην Ελλάδα, και όχι αποκλειστικά για αυτές που ασχολούνται με την ψυχική υγεία, θεωρούμε σκόπιμο να τονίσουμε ότι δεν αποτελούν φαινόμενο που παρατηρείται μόνο σε αυτή τη τρίτη περίοδο που μελετούμε, αφού άτυπα κυρίως δίκτυα αλληλοβοήθειας και συντροφικότητας (στα πλαίσια της οικογένειας, της γειτονιάς, των συναδέλφων στην εργασία κλπ) υπήρχαν από μακρού στη πατρίδα μας (Στασινοπούλου, 2004, σ. 34). Και έπρεπε να υπάρξουν για να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα αναγκών που δεν καλύπτονταν από το ανύπαρκτο ή ανεπαρκές για χρόνια προνοιακό κράτος. Οργανώσεις αυτοβοήθειας, λοιπόν, συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και αυτή τη χρονική περίοδο που μελετούμε, καλύπτοντας κυρίως το χώρο της τριτογενούς πρόληψης, με ενέργειες δηλαδή που καταβάλλονται για την πρόληψη των επιπλοκών και της αναπηρίας μιας νόσου καθώς και της αποκατάστασης κάθε βλάβης που μπορεί να δημιουργήθηκε από την νόσο, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερα τις βαριές για το άτομο και την οικογένεια επιπτώσεις της χρόνιας αναπηρίας που προκαλούνται από ασθένειες όπως η εγκεφαλική παράλυση, η νοητική στέρηση, ο αυτισμός αλλά και οι εξαρτήσεις. Όσον αφορά τον τομέα της ψυχικής υγείας στη χώρα μας οφείλουμε να μνημονεύσουμε τον Σύλλογο Οικογενειών για τη Ψυχική Υγεία (ΣΟΨΥ) που δραστηριοποιείται σε πολλές πόλεις και όχι μόνο στην Αθήνα. Οι οργανώσεις πάλι εκείνες που δημιουργήθηκαν από πολίτες, παρακινούμενους από κοινωνική αλληλεγγύη, με σκοπό την υποστήριξη ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, όπως μετανάστες, πρόσφυγες, θύματα κακοποίησης κ.α., είναι οργανώσεις που ασχολούνται κυρίως με την παροχή κοινωνικών, νομικών, ιατρικών υπηρεσιών και συνηγορητικών δράσεων και μόνο περιφερειακά ασχολούνται με την προσφορά υπηρεσιών ψυχικής υγείας, έχοντας ως εκ τούτου ελάχιστη προσφορά στις ανάγκες ψυχικής υγείας αυτών των ανθρώπων. Πάντως και οι οργανώσεις αυτοβοήθειας αλλά και οι οργανώσεις εκείνες που δημιουργήθηκαν από πολίτες με σκοπό την υποστήριξη ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες φαίνεται να ανταποκρίνονται στη θέληση πολλών πολιτών να ασχοληθούν με δραστηριότητες κοινωνικά ωφέλιμες, που ως πρόσφατα εθεωρούντο αποκλειστικό αντικείμενο των κομμάτων και του κράτους, συνδυάζοντας την ηθική στράτευση με συγκεκριμένες κοινωνικές παρεμβάσεις, αποτελώντας απτά δείγματα προσπαθειών που προέρχονται από τη λεγόμενη κοινωνία πολιτών, που σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, στη χώρα μας είναι νεότευκτη και ατροφική (Στασινοπούλου, 1999 σ. 313’ Μουζέλης, 1999, Σωτηρόπουλος, 2004, σ. 117 ).
Συμπερασματικά, στη τρίτη περίοδο, η εθελοντική δραστηριότητα στον τομέα της φροντίδας του ψυχιατρικού άρρωστου αποπειράται μέσω των μη κερδοσκοπικών οργανισμών, που αρχικά δημιουργούνται με πρωτοβουλία του ίδιου του κράτους, να δώσει διαδικαστικές λύσεις στο πιεστικό αίτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μεταρρυθμισθεί η ψυχιατρική περίθαλψη της χώρας μας ενώ αργότερα, μέσω της πληθώρας των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που έχουν εν τω μεταξύ δημιουργηθεί, η εθελοντική δράση προσπαθεί να συμμετέχει ως συντελεστής του επίσημου κοινωνικού συστήματος πρόνοιας και υγείας, εκφράζοντας παράλληλα την νεότευκτη, άγουρη και ατροφική κοινωνία των πολιτών της πατρίδας μας.

















Βιβλιογραφία

1. Αμπατζόγλου Γ. (1985) Το ‘Ιδρυμα» και οι θεραπείες του, Τετράδια Ψυχιατρικής, 7: 28-31.
2. Αμπατζόγλου Γ (1991) Ψυχιατρική και Ιατρική, Αθήνα, Εκδόσεις Οδυσσέας/ Τρίιαψις Λόγος.
3. Ανθόπουλος Χ, (2000) Εθελοντισμός, Αλληλεγγύη και Δημοκρατία, Αθήνα, Εκδόσεις Ακτή-Οξύ ΕΠΕ.
4. Γκιωνάκης Ν. (1999) «H συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό τομέα στα πλαίσια της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης: προβλήματα, δυνατότητες, προοπτικές», Τετράδια Ψυχιατρικής, 66:74-78.
5. Γκιωνάκης Ν. (2004), «Μες στον καθρέφτη και τι είδε η Αλίκη ή συμμετοχή του μη κερδοσκοπικού τομέα στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση», ανακοίνωση στο Συνέδριο με θέμα «Η πορεία της ελληνικής ψυχιατρικής τα τελευταία 20 χρόνια. Η Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση. Βία και Ψυχική Υγεία», Αθήνα.
6. Γκούσης Α. (1960) Σύντομη ιστορία της Ψυχιατρικής, Κερκύρα.
7. Δερτιλής Γ. (2005) Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
8. Εστία (1893) Ανά το Άστυ, Ιανουάριος 1893, σ. 14.
9. Θεοδώρου Β. (1987) Ευεργετισμός και όψεις της κοινωνικής ενσωμάτωσης, στις παροικίες (1870-1920), Ιστορικά 4(7): 119-154.
10. Κορασίδου Μ, 2004, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, εκδ. Τυθήτω-Γ. Δαρδάνος, Αθήνα.
11. Λυκέτσος Γ. (1998) Το μυθιστόρημα της ζωής μου, Εκδ. Γαβρηιλίδης, Αθήνα,
12. Μαδιανός Μ.( 1994) Η Ψυχιατρική μεταρρύθμιση και η ανάπτυξη της από την θεωρία στην πράξη, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
13. Μαρκεζίνης Σ. (1968) Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τ. 1-4, Αθήναι, Πάπυρος.
14. Μεγαλοοικονόμου Θ. (1995) Ιστορία των παρεμβάσεων αποιδρυματοποίησης στο Κρταικό Θεραπευτήριο Λέρου, στο Μελέτη της Νομικής και Κοινωνικής Θέσης των Ασθενών στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου, Μ. Μητροσύλη και συν, Έκδοση των συγγραφέων, Αθήνα.
15. Μουζέλης Ν. (1999) Εκσυγχρονισμός και κοινωνία των πολιτών, Το ΒΗΜΑ, 21/3/1999
16.Μπαιρακτάρης Κ. (1994), Ψυχική υγεία και κοινωνική παρέμβαση, Εκδ. Εναλλακτικές εκδόσεις/αντιπαραθέσεις 15, Αθήνα.
17. Μπαμπινιώτης Γ. (1998) Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα.
18. Μπιλανάκης Ν. (2004), Ψυχιατρική περίθαλψη και ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα, Εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα.
19. Μπιλανάκης Ν. (2006) Μη κυβερνητικές οργανώσεις και υπηρεσίες ψυχικής υγείας, Εκδ. Αρχιπέλαγος, Αθήνα.
20. Μπιλανάκης Ν.( 2006) Μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που παρέχουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην Περιφέρεια Ηπείρου: επισκόπηση των χαρακτηριστικών τους, Τετράδια Ψυχιατρικής, 97: 45-57.
21. Οικονόμου Μ.Π.(2004) Εθελοντισμός στο χώρο της κοινωνικής πρόνοιας: Ιστορία και σύγχρονες προκλήσεις, Τετράδια Ψυχιατρικής, 85: 125-130.
22. Πλουμπίδης Δ. (1989) Ιστορία της Ψυχιατρικής στην Ελλάδα, Αθήνα, Σύγχρονα θέματα/Τριαψις Λόγος.
23. Στασινοπούλου Ο. (1999) Ζητήματα Σύγχρονης Κοινωνικής Πολιτικής, Εκδ. Gutenberg, Αθήνα
24. Στασινοπούλου Ο. (2004) Κράτος Πρόνοιας, Εκδ. Gutenberg, Αθήνα.
25. Σωτηρόπουλος Δ.Α. (2004) Η άγνωστη Κοινωνία Πολιτών, Εκδ. Ποταμός, Αθήνα.
26. Yfantopoulos J (1994) Economic and legal aspects of mental health policies in Greece, International Journal of Social Psychiatry, 40, 4: 296-305
27. Φαφαλιού Μ. (1995) Ιερά Οδός 343, Μαρτυρίες από το Δρομοκαιτειο, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα.
28.Ψυρούκης Ν. (1975) Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, Αθήνα, Επικαιρότητα.



[1] Στη φάση αυτή οι παρεμβάσεις του κράτους στην αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του ελληνικού πληθυσμού αφορούν περισσότερο την εξασφάλιση των ανύπαρκτων, μέχρι τότε, νομοθετικών προϋποθέσεων και λιγότερο την οργάνωση και λειτουργία συγκεκριμένων υγειονομικών υπηρεσιών. Σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες εκείνης της περιόδου για την υγειονομική περίθαλψη της πατρίδας μας θεωρούνται οι παρακάτω (Μπιλανάκης, 2004, σ. 18): Ο νόμος «περί νοσοκομείων» του 1825 και ο νόμος «περί υγειονομιών» του 1826, που αποτέλεσαν τις πρώτες υποτυπώδεις προσπάθειες εκ μέρους της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδας για υγειονομική οργάνωση της χώρας. Ακολουθεί το 1833, μετά από την ίδρυση του Βασιλείου της Ελλάδας, ο νόμος που προέβλεπε την ανάληψη της ευθύνης συγκρότησης της κεντρικής υγειονομικής οργάνωσης της χώρας από τη Γραμματεία των Εσωτερικών (το σημερινό Υπουργείο Εσωτερικών). Το 1833 θεσπίζεται ο θεσμός του νομίατρου, με τον οποίο ορίζεται ως ο καθ’ ύλη υπεύθυνος για όλα τα υγειονομικά θέματα κάθε νομού, ενώ το 1834 ιδρύεται το Ιατροσυνέδριο, το οποίο και αποτελεί εκείνη την εποχή το ανώτατο υγειονομικό συμβούλιο της χώρας. Λίγο αργότερα, το 1837, ιδρύεται η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοιτούν, στα πρώτα είκοσι χρόνια της λειτουργίας της (1837-1857), συνολικά μόνο 168 γιατροί. Εκείνη την περίοδο, η ιατρική, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, βρίσκεται στα χέρια των πρακτικών, που έχουν ως κύρια θεραπευτικά μέσα τις βδέλλες, τις αφαιμάξεις και τα πάσης φύσεως καθαρκτικά. Το κύρος των πρακτικών στον αγροτικό πληθυσμό ήταν και παραμένει μεγάλο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, τόσο μεγάλο που μερικές φορές δεν διστάζουν να στρέψουν τον δύσπιστο και αγράμματο λαό της υπαίθρου εναντίον του μικρού αριθμού των επιστημόνων γιατρών που εκδηλώνουν την πρωτοβουλία εγκατάστασης στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα μετά το 1852 που καθιερώνεται ο θεσμός των επαρχιακών γιατρών.

[2] Πιο συγκεκριμένα (Μπιλανάκης, 2004, σ. 31), το έτος 1914 ψηφίζεται ο ν. 346/1914 σύμφωνα με τον οποίο προβλέπεται η δημιουργία κεντρικής υγειονομικής υπηρεσίας στο Υπουργείο Εσωτερικών και η διασύνδεση της με την περιφέρεια μέσω του διορισμού ενός νομίατρου σε κάθε νομό. Το 1916, στην προσπάθεια να βοηθηθούν οι πρόσφυγες που είχαν συσσωρεύσει στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη η Ανωτάτη Διεύθυνση Περιθάλψεως η οποία συγκεντρώνει σε ενιαία κρατική υπηρεσία τις διάφορες μορφές περίθαλψης που παρεχόταν στους πρόσφυγες. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1917, η Ανωτάτη Διεύθυνση Περιθάλψεως καταργείται και στη θέση της ιδρύεται το Υπουργείο Περιθάλψεως. Το 1922, με τον ν. 2882, το Υπουργείο Περίθαλψης μετεξελίσσεται σε Υπουργείο Υγιεινής και Κοινωνικής Αντιλήψεως, συγκεντρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος των υγειονομικών αρμοδιοτήτων, οι οποίες μέχρι τότε ήταν διεσπαρμένες σε διάφορα υπουργεία. Νέες αλλαγές σημειώνονται όταν το Υπουργείο Υγιεινής και Κοινωνικής Αντιλήψεως καταργείται επί περίπου ένα εξάμηνο και στη συνέχεια επανασυστήνεται, διαχωρίζεται σε υπουργείο και υφυπουργείο, και τελικά τα δύο τμήματα συνενώνονται για να αποτελέσουν το Υπουργείο Κρατικής Υγιεινής και Αντίληψης (Μαδιανός, 1994). Στη συνέχεια, ο Α.Ν. 965/1937 «περί οργανώσεως των δημοσίων νοσηλευτικών και υγειονομικών ιδρυμάτων» αποτελεί τον θεμέλιο λίθο στην οργάνωση της νοσοκομειακής περίθαλψης στην Ελλάδα, αφού με τον νόμο αυτό ορίστηκε η οργάνωση, διοίκηση και εποπτεία των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων καθώς και η χρηματοδότηση τους από το κρατικό προϋπολογισμό. Ο νόμος αυτός έθεσε τέλος στο υφιστάμενο έως τότε καθεστώς διοίκησης των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, με την κατάργηση όλων των Εφορειών και Αδελφάτων και την παραχώρηση της διοίκησης σε Διοικητικά Συμβούλια.

[3] Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του περιοδικού Εστία (1893) «Σεμνή, απέριττος, αθόρυβος, αλλ’εις άκρον επιβάλλουσα και συγκινητική εορτή ετελείτο εν ταις φυλακαίς Συγγρού, την προπαρελθούσα Κυριακήν. Οι άνηβοι κατάδικοι…υφίσταντο τις εξετάσεις των. Η Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εν Χριστώ Αδελφότητος κ. Κεχαγιά απήγγειλε τον εναρκτήριον…, ο κ. Υπουργός έκαμε …προσφώνηση. Όσω άδικον και αν ευρίσκη τις το να δοκιμάζωσι τόσας ευτυχίας και ανακουφίσεως στιγμάς οι κακούργοι και να τυγχάνωσι θερμής προστασίας, καθ’όν χρόνον τόσα άλλα παιδιά τίμια και καλά κατατυραννούνται εν τη αθλία των ελευθερία, δεν ειμπορεί εξ άλλου να μη αναγνωρίση την αλήθειαν των λόγων του κ. Σιμοπούλου (του Υπουργού), κατά τον οποίον η τοιαύτη προς τους μικρούς καταδίκους συμπεριφορά είνε ευεργετικώτατη δια την κοινωνίαν μας, αυτή κυρίως μέλλουσα να εμποδίση την υποτροπήν και ναναστείλη την εγκληματικότητα»
ΠΑΣΟΚ και Κοινωνικά Κινήματα

Αναδημοσίευση από Ηπειρωτικό Αγώνα, 3/2/2008)


Ιστορικά, τα πρώτα κοινωνικά κινήματα αναπτύχθηκαν διεθνώς στη δεκαετία του 1960 και του 1970, γύρω από έννοιες όπως ο φυλετικός ρατσισμός, το φύλο, η ηθική της αστικής τάξης, η ειρήνη. Τα κινήματα αυτά προήλθαν από την κοινωνία, από πολίτες δηλαδή που πέρα και έξω από πολιτικούς φορείς αυτοοργανώθηκαν, επικοινώνησαν και έδρασαν. Τέτοια κινήματα που, τότε, αναπτύχθηκαν ήταν το φεμινιστικό κίνημα, το κίνημα της αντίθεσης στο φυλετικό ρατσισμό, το κίνημα ενάντια στα πυρηνικά και υπέρ της ειρήνης κ.α.
Στη χώρα μας τα κινήματα αυτά δεν κατάφεραν να αποκτήσουν ιδιαίτερη δυναμική και κυρίως αυτόνομη υπόσταση. Και αυτό συνέβη τόσο διότι η κατάσταση στη χώρα μας στις δεκαετίες του ‘60 και του ’70, με τη Χούντα, τον αντιδικτατορικό αγώνα και τη μεταπολίτευση, επέβαλλαν άλλα προτάγματα, όσο και -κυρίως- για λόγους που σχετίζονταν με την διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η κοινωνία των πολιτών - οι εθελοντικές κοινωνικές δράσεις δηλαδή ατόμων ή ομάδων, που προερχόμενοι από την κοινότητα, τους χώρους εργασίας ή άλλους κοινωνικούς χώρους αυτοοργανώνονται με σκοπό να προωθήσουν τα κοινά τους συμφέροντα ή/και να εμπλακούν σε δραστηριότητες δημοσίου συμφέροντος - ήταν τότε ανύπαρκτη. Η ανυπαρξία της κοινωνίας των πολιτών έχει αποδοθεί, κυρίως, στη δύναμη ενός υπετροφικού κράτους και των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων. Πραγματικά, στην Ελλάδα, για μια μεγάλη χρονική περίοδο που έφτανε μέχρι τη μεταπολίτευση, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αρθρώσουν πολιτικό λόγο, εκτός αν ενσωματώνονταν στα κόμματα. Στην Ελλάδα, δηλαδή, υπήρχε αποκλειστικά η «κάθετη» ένταξη των πολιτών στην πολιτική, μέσω της παρέμβασης ενός κομματικού μηχανισμού, ενώ στην Δυτική Ευρώπη είχε ήδη αναπτυχθεί και ένας άλλος, «οριζόντιος» τρόπος πολιτικής ένταξης, όπου οι πολίτες συναθροιζόμενοι με άλλους πολίτες σε συλλογικούς φορείς και αυτόνομες ομάδες συμφερόντων που διαμόρφωναν οι ίδιοι, μπορούσαν να μετέχουν στην πολιτική, αντιπαρατιθέμενοι μεταξύ τους και προς το κράτος, χωρίς την αναγκαστική παρέμβαση των πολιτικών οργανισμών. Εξ αιτίας λοιπόν αυτής της διάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας, σε όλη τη μεταπολεμική Ελλάδα και μέχρι τη μεταπολίτευση, οι πολίτες δεν μπόρεσαν να κινητοποιηθούν κοινωνικά, ανεξάρτητα από τα πολιτικά κόμματα, μέσα από διάφορες κοινωνικές συσσωματώσεις, διότι δεν υπήρχε ελεύθερος κοινωνικός χώρος και όλοι οι συλλογικοί φορείς ελέγχονταν από τα κόμματα. Ακόμα και συσσωματώσεις που δεν προέκυψαν εξαρχής από κομματική έμπνευση, αλλά από κοινωνικές πρωτοβουλίες, όπως οι γυναικείες οργανώσεις, είχαν τελικά την ίδια τύχη: εξελίχθηκαν ως οχήματα πολιτικής επιρροής των πολιτικών κομμάτων.
Στη δεκαετία του ’90, μια δεκαετία που χαρακτηρίζεται διεθνώς από την επικράτηση του οικονομικού φιλελευθερισμού και την αμφισβήτηση του κράτους πρόνοιας, τη παγκοσμιοποίηση των αγορών και την ανάδυση νεωτερικών στοιχείων στην κοινωνική οργάνωση, αναπτύσσεται μια νέα γενιά κοινωνικών κινημάτων. Διάφορες συλλογικότητες, κυρίως όμως πολιτικές οργανώσεις και κόμματα από διαφορετικές παραδόσεις της Αριστεράς, βρέθηκαν μαζί στην πορεία αυτού του κινήματος που αναπτύσσεται σε ευρωπαϊκό και αργότερα σε παγκόσμιο επίπεδο και σιγά-σιγά μορφοποιείται και στην Ελλάδα. Ανάμεσα στους σταθμούς αυτού του κινήματος αναφέρουμε το Σιάτλ, τη Γένοβα, την Αθήνα. Στα θετικά αυτού του κινήματος εγγράφεται η αποτύπωση του συμπεράσματος/συνθήματος -στα έξι fora που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα παγκοσμίως- ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι αιώνιος και ότι υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές που αντιτίθενται σ' αυτόν καθώς και ότι ο άνθρωπος βρίσκεται πάνω από τα κέρδη. Το κίνημα αυτό συνέβαλε επίσης στη διαμόρφωση ή την ενίσχυση διεθνών αγωνιστικών δικτύων για την προώθηση εναλλακτικών πολιτικών αλλά και στην ανάδειξη νέων, ποικίλων θεμάτων, όπως το εξωτερικό χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών, το νερό, οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί κ.α.
Παράλληλα με την ανάπτυξη αυτού του αντι-γλόμπαλ και αντιαμερικανικού κινήματος, με τη μεγάλη οργανωτική και επικοινωνιακή επιτυχία, αναπτύσσονται και άλλα, περισσότερα «κοινωνικά» ή απολίτικα. Αυτά τα κοινωνικά ή «απολίτικα» κινήματα δεν μπορούμε να τα κατανοήσουμε χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις τεράστιες, στροβιλώδεις αλλαγές που συντελούνται στη κοινωνία εξ αιτίας της διαδικασίας μετάβασης στο νεωτερικό κόσμο που συντελείται στις μέρες μας. Ανάμεσα στις κυριότερες εξελίξεις που συμβαίνουν διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, και ωθούν τη μετάβαση μας στη μεταβιομηχανική και μεταμοντέρνα κοινωνία αναφέρουμε: τη κλιματική αλλαγή, την διείσδυση των τεχνολογιών αιχμής και της πληροφορικής στην καθημερινή μας ζωή, την υποβάθμιση της εργασιακής αξίας απέναντι στο κεφάλαιο και την εμφάνιση νέων εργασιακών σχέσεων, την αποδιάρθρωση των ταξικών ταυτοτήτων που χάνουν την παλαιότερη απόλυτη κυριαρχία τους, την αμφισβήτηση του έθνους-κράτους, την απώλεια της δύναμης που είχε κάποτε η θρησκευτική πίστη, το επίμονο αίτημα της ατομικής αυτονομίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την εμφάνιση νέων και πολλαπλών κοινωνικών ταυτοτήτων που δεν βασίζονται στα παλαιότερα εθνικά-ταξικά-θρησκευτικά χαρακτηριστικά - αλλά σε άλλα που διαμορφώνονται από νέους παράγοντες όπως τα ΜΜΕ, το μετασχηματισμό των κοινωνιών σε περισσότερο πολυπολιτισμικές και περίπλοκες, κ.α.
Τα νέα κοινωνικά κινήματα που ξεπηδούν μετά τη δεκαετία του 90, βαθιά επηρεασμένα από την προαγγελία του τέλους της ιστορίας, της πολιτικής, της ιδεολογίας, του κόσμου όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα, προσπαθούν να ορίσουν ένα «άλλο» δρόμο στο κόσμο του «Μετά-». Δεν μοιάζουν να υπερασπίζονται τα παλαιά προτάγματα του Διαφωτισμού και δεν διεκδικούν γενικά την κοινωνική αλλαγή, δεν επαναστατούν και δεν οραματίζονται τις ουτοπίες της δεκαετίας του ’60. Οι μετέχοντες σε αυτά, βάζουν θέματα απλά, καθημερινά, θεματικά (π.χ. στην Ελλάδα, το κίνημα για την Αμαλία, το κίνημα για την υπεράσπιση του δημοσίου-κάτι αντίστοιχο με το κίνημα για τα commons που εκτυλίσσεται διεθνώς, οι κινήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι κινήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος) και συνάμα με τη δράση τους εγγράφουν αιτήματα, οράματα και αξιακές επιδιώξεις στη δημόσια σφαίρα, που οι υφιστάμενοι πολιτικοί σχηματισμοί αδυνατούν να το πράξουν. Η χρήση του Διαδικτύου ενισχύει τις δυνατότητες έκφρασης και δικτύωσης αυτών των κινημάτων, όπως συνέβη εντυπωσιακά π.χ. με τη κίνηση διαμαρτυρίας ενάντια στις πυρκαγιές της Πάρνηθας.
Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να αντιληφθεί τα κοινωνικά κινήματα ως αυτό που πράγματι είναι, και προσπάθησα να περιγράψω: ως συλλογικότητες, δηλαδή, που εκφράζουν την κοινωνία των πολιτών, την παρουσία της οποίας οφείλει να επιδιώξει και να στηρίξει.
Το ΠΑΣΟΚ ως πολιτικός φορέας δεν πρέπει ούτε να υιοθετήσει ανταγωνιστικές στάσεις προς τα κοινωνικά κινήματα και την κοινωνία των πολιτών, όπως κάνει η γερασμένη αριστερά που τα υποτιμά, θεωρώντας τα απλά ως πολιτιστικές εκδοχές του αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση, ούτε να εξιδανικεύσει τη δράση τους, θεωρώντας τα ως τις μόνες υπάρχουσες ζωτικές συλλογικές δράσεις σε ένα πλαίσιο ακραίας μετανεωτερικότητας,
Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να εμπιστεύεται και να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία και διάλογο με τη κοινωνία και τις οργανώσεις/κινήματα της κοινωνίας των πολιτών διότι κατ’αρχήν καταστατικά επιθυμεί το βάθεμα και πλάτεμα της Δημοκρατίας. Και για να συμβεί αυτό οφείλει να στηρίξει την ενεργοποίηση του πολίτη, την οποία οφείλει να αντιληφθεί όχι μόνο ως ένταξη και συμμετοχή του στα κόμματα, αλλά και ως ένταξη και συμμετοχή του στον ευρύτερο δημόσιο χώρο, όπου συνυπάρχει - εκτός των κομμάτων- και η κοινωνία των πολιτών.
Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να στηρίξει τα κινήματα και τη κοινωνία των πολιτών γιατί έχει υιοθετήσει την αρχή του ανοικτού κόμματος και της συμμετοχικής δημοκρατίας. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να πιστεύει ότι μέσα από την αποκέντρωση-περιφερειοποίηση των κρατικών εξουσιών και την ολοένα και μεγαλύτερη αποκέντρωση και διάχυση της πολιτικής εξουσίας σε κέντρα που βρίσκονται εντός της κοινωνίας των πολιτών (με τη συστηματική συνεργασία της δημόσιας διοίκησης με τη κοινωνία των πολιτών, την προοδευτική αυτοδιαχείριση κ.α) θα καταστεί εφικτό για τους πολίτες να μπορέσουν να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση και στην εφαρμογή των πολιτικών, όχι ως απλοί παρατηρητές, αλλά ως κοινωνικοί εταίροι της κεντρικής διοίκησης.
Το ΠΑΣΟΚ επίσης οφείλει να έχει την άποψη ότι ο χώρος της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί ουσιαστικά έναν από τους προνομιακούς χώρους, όπου μπορεί επιπλέον να καταγραφεί η σαφής διαφοροποίηση μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς. Και αυτό γιατί ενώ για την συντηρητική ιδεολογία η κυρίαρχη λογική είναι «λιγότερο κράτος και περισσότερη αγορά», η κεντροαριστερή στρατηγική της συμμετοχικής δημοκρατίας οφείλει να βασίζεται στη λογική «λιγότερο κράτος (αποκέντρωση, άμβλυνση της γραφειοκρατίας αλλά και της κομματικοκρατίας), λιγότερη αγορά (ρύθμιση της αγοράς με βάση όχι μόνο την παραγωγικότητα αλλά και την κοινωνική συνοχή και την οικολογία) και περισσότερη κοινωνία των πολιτών».
Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να ενσωματώσει στον πολιτικό του λόγο τις αναζητήσεις και τα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων. Οφείλει λοιπόν: να πρασινίσει το πρόγραμμα του (υιοθετώντας αντίστοιχες πολιτικές για τη βιολογική γεωργία, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη προστασία των υδάτινων πόρων, τη διαχείριση των απορριμάτων κ.α.), να υιοθετήσει τον λόγο των κινημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα (διαχειριζόμενο επιτυχώς το ζήτημα της πολυπολυτισμικότητας, των καμερών και των πολιτικών ανατροπής της ιδιωτικότητας, των εξελίξεων στη βιοηθική κ.α.), να εκμεταλλευτεί τα κέρδη από τη χρήση του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών για την αναβάθμιση της δημοκρατίας, της διοίκησης, της εκπαίδευσης και του εργασιακού περιβάλλοντος.
Το ΠΑΣΟΚ επίσης οφείλει να συγχρωτίζεται με όλες τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Αριστεράς, με όλα τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα που αντιπαλεύουν τα «μαύρα» αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης, ενώ συγχρόνως προσπαθούν να αξιοποιήσουν τα κέρδη από την παγκοσμιοποίηση. Που αντιπαλεύουν την νέα διεθνή τάξη πραγμάτων που επιβάλλει η ηγεμονία της μίας υπερδύναμης αλλά και την τυφλή τρομοκρατία που συνδέεται με αυτή τη νέα τάξη.

Ν. Μπιλανάκης
Ο Νικήτας, εγώ και η Κοινωνία των Πολιτών

(Αναδημοσίευση από Ηπειρωτικό Αγώνα, 17/1/2008)

Τον Νικήτα Λιοναράκη δεν τον ήξερα από την αρχή πολύ καλά. Ήξερα βέβαια για αυτόν ότι είχε σπουδάσει νομικά, ότι είχε υπάρξει σημαίνον στέλεχος του αντιδικτατορι­κού αγώνα (έχοντας συμμετάσχει στην κατάληψη της Νομικής το 1972 και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου την επόμενη χρονιά, καθώς επίσης και ότι για τη δράση του αυτή είχε διωχθεί και βασανιστεί), ότι αργότερα ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ ες. και της ΕΑΡ και ότι δημοσιογραφούσε.
Όταν πρωτοσυνάντησα τον Νική­τα, ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90. Τότε που προσπαθούσα να «στήσω» το Κέντρο Αποκατάστασης Θυμά­των Βασανιστηρίων στα Γιάννενα και εκείνος εργαζόταν για το αντίστοι­χο Κέντρο στην Αθήνα, ως υπεύθυ­νος δημοσίων σχέσεων. Σε μια εποχή που χαρακτηρίστηκε από την δύσθυ­μη αποκάλυψη ότι ο εξιδανικευμένος Βορειοηπειρώτης «αδελφός» δεν ξεχώ­ριζε σε τίποτα από τον ρακένδυτο και φοβογόνο Αλβανό μετανάστη, σε μια εποχή που κυριαρχούσε στην επικαιρό­τητα η «δίκη των πέντε» και η δράση της ΜΑΒΗ, ο Νικήτας βοήθησε αρκετά στην προσπάθεια μας να σταθούμε με ανθρωπιά, γενναιοδωρία και δημοκρα­τική ευαισθησία απέναντι στον ξένο, άγνωστο και πολύπαθο γείτονα μας, να του συμπαρασταθούμε και να τον για­τροπορέψουμε κόντρα στο μισαλλόδο­ξο και εθνικιστικό κλίμα που επικρα­τούσε εκείνο τον καιρό στον τόπο μας.
Αργότερα, αφού εκείνος είχε εργα­στεί ως δημοσιογράφος στις εφημε­ρίδες «Αυγή», «Νέα Μεσημβρινή», «Έθνος» και στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ (πρώτο και δεύτερο πρόγραμμα), ξανα­συναντιόμαστε με τον Νικήτα στα τέλη του ’90, στην «Επι-κοινωνία», το διαδι­κτυακό δίκτυο προσωπικοτήτων που είχε ο ίδιος στήσει στο Υπουργείο Εξω­τερικών, όπου και εργαζόταν τότε ως συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου. Στό­χος εκείνου του Δικτύου ήταν η εισα­γωγή, παραγωγή και διακίνηση ιδεών στη χώρα μας ιδεών που αφορούσαν τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, τις κατεξοχήν οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών.
Μια δεκαετία αργότερα, γύρω στο 2004-2005, ετοιμάζοντας το βιβλίο μου «Μη Κυβερνητικές Οργα­νώσεις και Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας: η απάντηση των Πολιτών στο Κράτος και την Αγορά» συναντώ αρκετές φορές τον Νικήτα στην βιβλιογραφία που αναφέ­ρεται στις Μη Κυβερνητικές Οργανώ­σεις και τη Κοινωνία των Πολιτών. Εκεί ανακαλύπτω φερ’ειπείν ότι ο Νικήτας είχε από παλιότερα προτείνει να χρη­σιμοποιείται ο όρος «Μη Κρατικά Υπο­κείμενα (ΜΚΥ)», αντί του «μη κυβερ­νητικές οργανώσεις», ως απόδοση του «non governmental organizations». Ότι ο Νικήτας, ως διευθυντής των Περιφε­ρειακών Σταθμών της ΕΡΑ, της ΕΡΑ 1 και της ΕΡΑ 2, είχε συμβάλει σημαντικά στην διαμόρφωση του άρθρου 6 του ν. 2646/1998, που προέβλεπε την ετήσια βράβευση των εθελοντικών οργανώσε­ων και την ανάδειξη του ρόλου τους.
Αργότερα, ξανασυναντήθηκα με τον Νικήτα στην Καμπάνια για το Σύνταγ­μα. Τότε ήταν αντιπρόεδρος του ελλη­νικού τμήματος της Greenpeace και ψυχή αυτής της Καμπάνιας. Ήταν τότε που 700 Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ενώθηκαν, έθεσαν σαν αίτημα τους την συνταγματική αναβάθμιση της κοινω­νίας των πολιτών και των οργανώσε­ων της και κατάφεραν, αφού το αίτη­μα τους έγινε αποδεκτό από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και Συνασπισμό κατά σειρά απο­δοχής, να υιοθετηθεί αυτή τους η πρό­ταση στην πλαίσιο της προβλεπόμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης.
Τελευταία τον είδα ένα-δυό μήνες πριν φύγει, σε μια Ημερίδα για τον ρόλο των ΜΚΟ στη ψυχική υγεία, όπου και οι δυο εισηγούμαστε κάποιο σχετικό θέμα. Τότε μου είπε ότι δίδασκε στην εθνική σχολή δημόσιας διοίκησης το μάθημα «εταιρικές σχέσεις μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών» και εκεί μάλι­στα μου εμπιστεύτηκε την ιδέα του να ξεκινήσουμε μια άλλη, νέα καμπάνια, «για το 2%». Μια καμπάνια που θα είχε σαν στόχο την υποχρεωτική δια νόμου χρηματοδότηση από κάθε Δήμο όλων των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που θα δρουν στα πλαίσια τους, με το 2% από το σύνολο των δημοτικών τους εσόδων.
Τότε του είχα ζητήσει να έρθει και στα Γιάννενα, να «τρέξουμε» μια Ημε­ρίδα για τη Κοινωνία των Πολιτών και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, που αδύναμες και ατροφικές προσπαθούν να αναδειχθούν, να αυτονομηθούν και να αντιπαρατεθούν απέναντι στην παντοδύναμη κομματικοκρατική πολι­τική σφαίρα που καταδυναστεύει την ελληνική κοινωνία. Τότε, είχε δεχθεί.
Δεν πρόλαβε. Δεν προλάβαμε. Έφυγε.

Το παραπάνω κείμενο, αν και είχε γραφεί την περίοδο που ο Νικήτας έφυγε, τον Οκτώβρη του 2007, δεν δόθη­κε τότε προς δημοσίευση. Το δίνω σήμε­ρα, όμως, 2-3 μήνες μετά, χαιρετίζοντας με αυτό τον τρόπο μια σημαντική εξέλι­ξη στη ζωή της πόλης μας, που αναδει­κνύει τη δύναμη της κοινωνίας των πολι­τών και δικαιώνει τον αγώνα του Νική­τα για την ενίσχυση της: την απόφαση του Σ.τ.Ε. που έκανε δεκτή την προσφυ­γή του Συλλόγου Προστασίας Περιβάλ­λοντος (Πρόεδρος του ο κ. Α. Σωτηριά­δης) και ακύρωσε την 22943/2003 Κ.Υ.Α. «περί χαρακτηρισμού της χερσαίας και λιμναίας περιοχής της Λίμνης Παμβώτι­δας ως περιοχής οικοανάπτυξης».
Σας θυμίζω ότι η 22943/2003 Κ.Υ.Α. μείωνε την έκταση της Λίμνης κατά 5.000 στρ. αφού στόχευε στην αξιοποίη­ση της έκτασης από τα περιβόητα χου­ντικά αναχώματα και πέρα, προς όφελος της οικονανάπτυξης. Νομιμοποιούσε με αυτόν τον τρόπο, εμμέσως, τα μπαζώμα­τα και τις παράνομες καταλήψεις λιμναί­ων εκτάσεων, αποκλείοντας για πάντα την επικοινωνία της λίμνης με τις πηγές Μιτσικελίου και τους υδροβιότοπους, και άνοιγε δρόμους για οικοπεδοποίησή τους.
Βέβαια, η απόφαση του ΣτΕ που επήλ­θε μετά την προσφυγή του Συλλόγου Προστασίας Περιβάλλοντος αφήνει την Λίμνη εντελώς απροστάτευτη, αφού με την ακύρωση της 22943/2003 ΚΥΑ παύει να υπάρχει πλέον άλλο κανονιστικό κεί­μενο, αποδεκτό ή όχι, που να προβλέπει την προστασία της. Έτσι, ο αγώνας για προστασία της Λίμνης πρέπει να ξαναρ­χίσει από την αρχή, ελπίζοντας ότι θα αποδώσει γρήγορα καρπούς και χωρίς πολλές εν τω μεταξύ άλλες απώλειες. Και εις άλλα τέτοια.

Ν. Μπιλανάκης
Ο ρόλος των ΜΚΟ στη διαχείριση οικογενειών που απειλούνται από κοινωνικό αποκλεισμό.

(Εισήγηση σε Ημερίδα με θέμα «Η Οικογένεια σε σταυροδρόμι: αριστερά ή δεξιά»,
Οργάνωση ΙΣΤΑΜΕ, Ιωάννινα, 5/7/07. Προδημοσίευση Πρωινά Νέα, 4 και 5/7/07)


Ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός» (Κ.Α.) αποτελεί μια θολή και αμφισβητούμενη έννοια για μερικούς επιστήμονες αλλά ταυτόχρονα μια έννοια που αγαπούν και προτιμούν να χρησιμοποιούν οι πολιτικοί, ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι καλούνται να διαχειριστούν σύγχρονα κοινωνικοικονομικά φαινόμενα. Ο όρος Κ.Α. είναι ένας πολυδιάστατος όρος που σκοπό έχει να περιγράψει μια σειρά από ετερόκλητα, σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, που σχετίζονται με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε εθνικού χώρου στον οποίο αναπτύσσονται, και αφορούν στην αδυναμία συμμετοχής ατόμων ή ομάδων στις διαφορετικές εκφάνσεις της σύγχρονης καθημερινότητας.

Ο όρος Κ.Α. εμφανίζεται για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960 στη Γαλλία, σε μια περίοδο οικονομικής ευημερίας και ανάπτυξης. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η εμφάνιση της έννοιας συμπίπτει με την πολιτικοκοινωνική επιδίωξη εκείνης της περιόδου να δημιουργηθούν κοινωνίες που στη βασική τους λειτουργία θα παράγουν «ένταξη» και όχι «αποκλεισμούς», θα υποδέχονται το διαφορετικό με σκοπό να το προστατέψουν και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ένταξης του και όχι να αναπαραγάγουν τις ενστικτώδεις λειτουργίες απόρριψης και έκπτωσης του.

Ο όρος Κ.Α. πρέπει να διακριθεί από αυτό που λέμε «κοινωνικά ευπαθείς ομάδες» ή «ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες» ή «ομάδες υψηλού κινδύνου» (όπως π.χ. τσιγγάνοι, άγαμες μητέρες, αποφυλακιζόμενοι, μετανάστες κλπ), δηλαδή ομάδες ατόμων που σηματοδοτούν χώρους στους οποίους μια κοινωνία εμφανίζεται ευάλωτη. Η ύπαρξη αυτών των ομάδων δεν σημαίνει υποχρεωτικά και τον Κ.Α. τους, αφού δεν είναι υποχρεωτικό τα άτομα που μετέχουν σε κάθε ευάλωτη κοινωνικά ομάδα να γλιστρήσουν σε διαδικασίες Κ.Α. τους. Ο Κ.Α. αποτελεί ένα πιο σύνθετο από την κοινωνική ευπάθεια κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, που οδηγεί στην παρεμπόδιση των ατόμων να απορροφήσουν κοινωνικά και δημόσια αγαθά και στην απώλεια των κοινωνικών δικαιωμάτων τους.

Φαινόμενα όπως η φτώχεια, η ανεργία, οι ανισότητες στην υγεία και στην εκπαίδευση, που αυξάνουν τα τελευταία χρόνια ανησυχητικά σε ολόκληρο τον πλανήτη, συνδέονται άμεσα με το φαινόμενο του Κ.Α. Τα ανωτέρω αναφερόμενα φαινόμενα μπορούν είτε να προκαλούν Κ.Α., είτε να συμβάλλουν στην εξέλιξη και όξυνση του φαινομένου. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως οι σημαντικοί αυτοί θεσμοί -εκπαίδευση, απασχόληση και υγεία- θα ανακτήσουν τον κοινωνικοποιητικό τους ρόλο και λειτουργία, έτσι ώστε να μην κατασκευάζουν διαδικασίες αποκλεισμού, αλλά διαδικασίες ομαλής ένταξης για τους πολίτες μιας χώρας.

Ο Κ.Α. εισήχθη ως όρος στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μέσα από τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Πιο συγκεκριμένα, η Ευρώπη αντιμετωπίζοντας ζητήματα - όπως τη παρατεταμένη κρίση του κράτους πρόνοιας και των ασφαλιστικών συστημάτων, τη πτώση των ρυθμών ανάπτυξης, τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και την απορύθμιση της αγοράς εργασίας - αναγκάστηκε να υιοθετήσει τον όρο Κ.Α. για να περιγράψει τα αναδυόμενα φαινόμενα κοινωνικής παθολογίας και ακολούθως να μπορέσει και να τα αντιμετωπίσει. Εμείς, στην Ελλάδα, υιοθετώντας ευρωπαϊκά κείμενα, όπως τις κατευθυντήριες γραμμές της Πράσινης και τη Λευκής Βίβλου, υιοθετήσαμε και τον όρο Κ.Α. Πολύ γρήγορα όμως, από μελέτες και έρευνες που ακολούθησαν, έγινε φανερό ότι στην Ελλάδα ο Κ.Α., όταν εμφανίζεται, δεν σχετίζεται με την απορύθμιση των σχέσεων που αναπτύσσονται στον δημόσιο χώρο (π.χ. με τις πολιτικές απασχόλησης), όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, αλλά συνδέεται άμεσα και πρωταρχικά με την απορύθμιση των οικογενειακών σχέσεων. Στην Ελλάδα, δηλαδή, παρατηρούμε μια διαφορετική φύση του Κ.Α. σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αφού σε εμάς ο Κ.Α. δεν σχετίζεται τόσο με τον άνεργο, τον τσιγγάνο ή τον μετανάστη αλλά αφορά κάποιες άλλες κατηγορίες ατόμων, άρρηκτα συνδεδεμένες με το θεσμό της ελληνικής οικογένειας και του μετασχηματισμού της - όπως αυτές των ηλικιωμένων ατόμων, των ατόμων με ειδικές ανάγκες, της άγαμης μητέρας κλπ. Τους λόγους και τις αιτίες που δικαιολογούν αυτή τη διαφοροποίηση ανάμεσα στην Ελλάδα και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα αναφέρουμε παρακάτω, αλλά συνοπτικά θα λέγαμε εδώ ότι αφορούν στο διαφορετικό βαθμό ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας και στην σημαντικότητα της οικογένειας ως θεσμού που συνεισφέρει στη κοινωνική προστασία, σε Ελλάδα και στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες.

Θέτοντας το ζήτημα του Κ.Α. αναγνωρίζουμε τρείς διαστάσεις στο φαινόμενο:
α) την διάσταση που αναφέρεται στις ανισότητες και στις κοινωνικές διακρίσεις. Οι σύγχρονες κοινωνίες οδηγούν κάποια άτομα ή ομάδες ατόμων που έχουν κριθεί ως λιγότερο ικανά, να χάσουν την αξιοπρέπεια τους και την κοινωνική τους αναγνώριση,
β) την διάσταση εκείνη που σχετίζεται με την απώλεια των κοινωνικών δικαιωμάτων - και μάλιστα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Κ.Α. στην πράξη εκδηλώνεται εκεί όπου δεν υπάρχουν δικαιώματα ή και όταν υπάρχουν είναι αδύνατη η πρόσβαση σε αυτά,
γ) την διάσταση εκείνη που σχετίζεται με την διάσπαση του κοινωνικού δεσμού, του πλέγματος δηλαδή εκείνων των μόνιμων και σταθερών κοινωνικών σχέσεων που συνδέει τα μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας.

Η κοινωνική αλληλεγγύη αποτελεί εκείνη την δύναμη που, αναπτυσσόμενη, μπορεί να αντιρροπήσει την εξάπλωση του φαινομένου του Κ.Α. Η κοινωνική αλληλεγγύη μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο στον Κ.Α. Με την ανάπτυξη, όμως, περισσότερο ατομοκεντρικών κοινωνιών, κοινωνιών δηλαδή που στηρίζονται όλο και περισσότερο στην αξία του ατόμου, απειλείται όλο και περισσότερο η κοινωνική αλληλεγγύη και συνακόλουθα η κοινωνική συνοχή.

Την ανάπτυξη φαινομένων Κ.Α., αρχικά οι κοινωνίες την είχαν αντιμετωπίσει – και προς στιγμή φάνηκαν να το κάνουν επιτυχώς- με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας και την υιοθέτηση της αρχής της αναδιανομής του πλούτου. Έτσι, οδηγηθήκαμε στο φαινόμενο να αναπτυχθούν κοινωνικές υπηρεσίες, ιδιαίτερα στις χώρες εκείνες όπου τα οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα δεν «προστάτευαν» επαρκώς τους πολίτες τους. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στις χώρες του αναπτυγμένου Βορρά και του υπανάπτυκτου Νότου παραπέμπει δικαίως στο παρακάτω σχήμα: εκεί όπου οι δημόσιοι θεσμοί εμφανίζονται αδύναμοι, η οικογένεια και ο ευρύτερος κοινωνικός χώρος παλεύουν να διατηρήσουν και να ενισχύσουν τον κοινωνικό δεσμό, και αντίστοιχα, εκεί όπου το κράτος αναπτύσσει διευρυμένα δίκτυα παρέμβασης, η αναγκαιότητα της οικογενειακής αλληλεγγύης υποχωρεί και διασπάται.

Η ελληνική κοινωνία διαφέρει από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες όσον αφορά στην ανάπτυξη των φαινομένων του κοινωνικού αποκλεισμού λόγω του προνομιακού ρόλου που έδινε και εξακολουθεί να δίνει στον θεσμό της οικογένειας. Το κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε καθυστερημένα, κυρίως μετά το 1974, και στοιχειωδώς, με αποτέλεσμα ποτέ να μην αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία των οικογενειακών δεσμών. Στην Ελλάδα η παραδοσιακή οικογένεια δρούσε και συνεχίζει να δρα ως αναδιανεμητικός μηχανισμός (συγκεντρώνοντας πόρους για την υποστήριξη των μελών της σε κατάσταση ανάγκης) και ως παραγωγός κοινωνικών υπηρεσιών (αφιερώνοντας απλήρωτη γυναικεία εργασία στη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων). Οποιαδήποτε λοιπόν διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών και της ενδοοικογενειακής κοινωνικής αλληλεγγύης παράγει σχεδόν από μόνη της διαδικασίες κοινωνικού αποκλεισμού, ανεξάρτητα από άλλες οικονομικές μεταβλητές, όπως η οικονομική κατάσταση του ατόμου και η θέση του στη αγορά εργασίας. Έρευνα π.χ. σε άστεγους στην Καλλιθέα έδειξε ότι η απώλεια της κατοικίας τους συνδέεται πρωτίστως με την απώλεια του οικογενειακού δεσμού. Οπωσδήποτε η έλλειψη οικονομικών πόρων και απασχόλησης οξύνουν και πολλαπλασιάζουν παραπέρα το πρόβλημα αλλά από μόνες τους, αυτές οι μεταβλητές δεν προκαλούν ακραίες μορφές αποκλεισμού, γιατί η ελληνική οικογένεια υπάρχει αλληλέγγυη και προστατεύει από πίσω.

Η οικογένεια αποτελεί μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης που ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Όσο οι κοινωνίες εξελίσσονται, διαφοροποιείται και η τυπική μορφή οικογένειας και νέες μορφές της εμφανίζονται. Τέτοιοι, νεωτερικοί τύποι οικογενειών που αναδύονται στο σύγχρονο κόσμο, αποτελώντας συνάμα δείγματα ευάλωτων κοινωνικά ομάδων, που μπορούν να απειληθούν από την διαδικασία του Κ.Α. είναι:
-η μονογονεϊκή από διαζύγιο ή χηρεία οικογένεια,
-η μονογονεϊκή από ένα μόνο γονέα εξ αρχής (συνήθως μητέρα),
-οι μονογονεϊκοί πυρήνες που δημιουργούνται από ένα μόνο άτομο με την υιοθεσία παιδιού ή παιδιών,
-οι οικογενειακοί πυρήνες από άτομα τρίτης ηλικίας,
-οι οικογένειες με χρόνια απουσία του ενός γονέα εξ αιτίας της μετανάστευσης, της θητείας στο Στρατό, της φυλάκισης κλπ,
-η οικογένεια μεταναστών στην Ελλάδα,
-η οικογένεια Ρομά,
-η οικογένεια με μέλη πάσχοντα από χρόνιες σοβαρές ασθένειες (ψυχική νόσος, άλλες αναπηρίες κλπ),
-η οικογένεια με μέλη χρήστες ουσιών,
-η οικογένεια με μέλη που υφίστανται κακοποίηση,
-η οικογένεια ατόμων με ιδιαιτερότητες στη σεξουαλική τους συμπεριφορά, κλπ.
Οι ανωτέρω περιγραφόμενοι τύποι οικογενειών αποτελούν ευπαθείς ή ευάλωτες ομάδες όχι μόνο γιατί το αρχέτυπο τους και η λειτουργία τους διαφέρει από αυτό της παραδοσιακής οικογενειακής ομάδας, αλλά και γιατί οι ομάδες αυτές φέρνουν μαζί τους αξίες που πολλές φορές συγκρούονται με τις εθνικές ή κυρίαρχες πολιτισμικές αξίες.

Οι επιδημιολογικές διαστάσεις αυτών των οικογενειών δεν είναι αμελήτέες. Τα ποσοστά των μονογονεϊκών νοικοκυριών στη χώρας μας αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου των οικογενειών, με το 3% να αντιστοιχεί σε οικογένειες των οποίων τα παιδιά γεννήθηκαν εκτός γάμου. Το ποσοστό ατόμων της τρίτης ηλικίας, ανάμεσα 65-79 ετών, ήταν 14% το 2000 ενώ είναι γνωστό ότι το ποσοστό μεταναστών στο γενικό πληθυσμό της χώρας μας ξεπερνά το 10%.

H αντιμετώπιση του φαινομένου του Κ.Α., η προώθηση της κοινωνικής ένταξης των ατόμων που μένουν έξω από τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και η διευκόλυνση τους στο να απορροφήσουν κοινωνικά και δημόσια αγαθά απαιτούν μία συντονισμένη πολιτική προσέγγιση και δεν θα περιορίζεται στην καταβολή παθητικών παροχών. Η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού συνεπάγεται την υιοθέτηση αλλαγών σε πολλούς τομείς της πολιτικής αλλά και τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων κοινωνικής προστασίας (όπως την υιοθέτηση της δια βίου κατάρτισης με σκοπό την ενδυνάμωση των προσπαθειών ενσωμάτωσης των ανέργων στην αγορά εργασίας, την αποκέντρωση των κοινωνικών λειτουργιών του κράτους προς χαμηλότερα επίπεδα διοίκησης κ.α.) ανάμεσα στις οποίες είναι και η ενεργητικότερη προώθηση της προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών από τις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών (ή του «Τρίτου Τομέα» ή του «τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας»), οι οποίες στη βάση της εθελοντικής εργασίας θα προσφέρουν υπηρεσίες σε ομάδες πληθυσμού που δεν θα μπορούν να τις αποκτήσουν μέσα από την αγορά ή το κράτος.


Προτού απαντήσουμε στο ερώτημα «ποιος θα μπορούσε να είναι ρόλος των ΜΚΟ, των πιο χαρακτηριστικών εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, στη αντιμετώπιση του Κ.Α. στην Ελλάδα», θεωρούμε πολύ σημαντικό να ορίσουμε την έννοια της κοινωνίας των πολιτών. Με τον όρο Κ.τ.Π. αναφερόμαστε στο σύνολο των μορφών εθελουσίας κοινωνικής δράσης ατόμων ή ομάδων, που προερχόμενοι από την κοινότητα, τη γειτονιά, τους χώρους εργασίας ή άλλους κοινωνικούς χώρους αυτοοργανώνονται με σκοπό να προωθήσουν τα κοινά τους συμφέροντα και να εμπλακούν σε δραστηριότητες δημοσίου συμφέροντος. Κοινωνία και κοινωνία πολιτών δεν αποτελούν συνώνυμους όρους. Κοινωνικές οργανώσεις και κοινωνικές ενέργειες ή δράσεις περιλαμβάνονται ειδικά στην κοινωνία πολιτών εφόσον έχουν κάποια συλλογικότητα, εκδηλώνονται σε δημόσιο χώρο, είναι εθελοντικές και όχι υποχρεωτικές ή καταναγκαστικές, δεν συνδέονται με φορείς που ασκούν κρατική εξουσία, επικαλούνται την προαγωγή κάποιας μορφής δημοσίου συμφέροντος και αποσκοπούν στο να επιτύχουν κάποια δημόσια ωφέλεια, μην επιδιώκοντας τουλάχιστον ευθέως, το ιδιωτικό (εμπορικό ή επιχειρηματικό) κέρδος. Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), αν και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ο μοναδικός εκφραστής της κοινωνίας των πολιτών, θεωρούνται εν τούτοις ότι αποτελούν την πιο χαρακτηριστική της έκφραση.

Η εκρηκτική αύξηση των ΜΚΟ και η διάδοση του εθελοντισμού στις τελευταίες ιδιαίτερα δεκαετίες μπορεί να αποδοθεί, εν μέρει τουλάχιστον, και στην άποψη ότι η προάσπιση των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων δεν είναι μόνο υπόθεση του πολιτικο-διοικητικού συστήματος αλλά και των αυτό-οργανωμένων πολιτών, που οφείλουν να διεκδικούν δια μέσου της συμμετοχής τους σε θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών, έναν αυτόνομο ρόλο στην πραγματοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και γενικότερα στην οικοδόμηση μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό η εθελοντική συμμετοχή σε κοινωνικές συσσωματώσεις δεν εξυπηρετεί μόνο την παραδοσιακή «αμυντική» λειτουργία του φραγμού απέναντι στις καταχρήσεις των δημόσιων ή ιδιωτικών εξουσιών, αλλά εξυπηρετεί επιπλέον και μια νέα λειτουργία, τη διαχειριστική, η οποία εκδηλώνεται μέσω της παροχής υπηρεσιών προς την κοινωνία, με αιχμή την πραγματοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η διαχειριστική αυτή λειτουργία των εθελοντικών οργανώσεων εκφράζει μια νέα αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη, που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη αίσθηση ευθύνης για τα κοινωνικά προβλήματα, μια μεγαλύτερη αίσθηση αλληλεγγύης απέναντι σε πρόσωπα που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης και ταυτόχρονα από την εθελούσια ανάληψη καθηκόντων σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.

Η διάδοση του εθελοντικού κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες αντικατοπτρίζει επιπρόσθετα και τους εξελικτικούς μετασχηματισμούς που έχουμε παρακολουθήσει να συμβαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες στη δομή του κοινωνικού κράτους. Στον ευρωπαϊκό χώρο, ιδιαίτερα, η άποψη ότι τα κοινωνικά δικαιώματα πρέπει να έχουν ως θεσμικό εγγυητή το κράτος ενώ οι διάφορες κοινωνικές πολιτικές θα εκπορεύονται και θα υλοποιούνται από αυτό, ήταν μια κυρίαρχη άποψη επί μακρόν. Η κρίση όμως των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής προστασίας, φαινόμενο που με τη σειρά του έχει τις ρίζες του σε μια σειρά άλλων παραγόντων (όπως ο μετασχηματισμός των κυρίαρχων πολιτικών αντιλήψεων για την αξία και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους, η παγκοσμιοποίηση, οι μετασχηματισμοί στη δημογραφική πυραμίδα, στην οικογένεια, στην αγορά εργασίας κλπ), οδήγησε, εκτός όλων των άλλων, και στην μεγαλύτερη εμπλοκή των εθελοντικών οργανώσεων – και γενικά των οργανώσεων του τρίτου τομέα - στην επίτευξη στόχων που παλαιότερα αποτελούσαν αποκλειστικό αντικείμενο του κράτους. Με αυτόν τον τρόπο το παραδοσιακό κράτος μετεξελίσσεται και μαζί του μεταμορφώνονται και οι σχέσεις που αυτό εγκαθιστά με τον τρίτο τομέα, σχέσεις που θα μπορούσαν να πάρουν τις παρακάτω μορφές: α). το κράτος να ορίζει τις κοινωνικές προτεραιότητες και να χρηματοδοτεί την πραγματοποίηση προγραμμάτων εκ μέρους των εθελοντικών οργανώσεων. β). το κράτος να συνυπάρχει με τον εθελοντικό τομέα σε σχέση συνεργασίας, γ). οι εθελοντικές οργανώσεις να αναλαμβάνουν την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών που απαιτούν αυξημένη κοινωνική εμπειρία και τέλος δ). οι εθελοντικές οργανώσεις να συμμετέχουν στον προγραμματισμό και σχεδιασμό των δημοσίων πολιτικών.

Τον σημαντικό αυτό ρόλο του εθελοντισμού αποδέχονται και οι υποστηρικτές του νέο-φιλελευθερισμού και οι υποστηρικτές της κοινωνικής αριστεράς. Οι πρώτοι επιδεικνύουν αυξημένο πράγματι ενδιαφέρον για τον εθελοντικό τομέα, στα πλαίσια όμως μιας αντίληψης που τείνει να αντιμετωπίζει τα κοινωνικά δικαιώματα με όρους φιλανθρωπίας και την φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό όχι ως κοινωνικό ζήτημα αλλά ως ηθικό, το οποίο πρωτίστως πρέπει να επιλυθεί στο επίπεδο της ατομικής ευθύνης. Στο πλαίσιο αυτό ο εθελοντισμός υπερφορτώνεται με καθήκοντα υποκατάστασης του κοινωνικού κράτους, στα οποία όμως δεν μπορεί να ανταποκριθεί, αφού οι παροχές των εθελοντικών οργανώσεων είναι από τη φύση τους αποσπασματικές και επιλεκτικές αλλά και ανεπαρκείς μπροστά σε κοινωνικές ανάγκες που απαιτούν εξειδικευμένες ή πολυδάπανες παρεμβάσεις. Οι οπαδοί της κοινωνικής αριστεράς, από την άλλη, αντιδρούν στην ιδέα εκχώρησης στο Κράτος του μονοπωλίου της κοινωνικότητας και θεωρούν ότι ορισμένα ζητήματα –όπως εκείνο της εκπαίδευσης, της υγείας, των κοινωνικών υπηρεσιών, του πολιτισμού, του ελεύθερου χρόνου- αποτελούν προνομιακά ζητήματα που αναδεικνύουν την ικανότητα των πολιτών να αυτό-οργανώνονται και να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες. Οι ίδιοι πιστεύουν ακόμα ότι το λιγότερο κράτος δεν είναι κατ’ ανάγκη συμμετρικό με περισσότερη αγορά, αλλά μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη μιας αυθεντικής κοινωνικότητας του κοινωνικού, που θα κινητοποιήσει τις εθελοντικές ενέργειες της κοινωνίας στην προοπτική όχι μόνο μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, αλλά και λιγότερο κρατικοποιημένης και παθητικής. Στις ιδέες αυτές αναδεικνύεται όχι η αποδιοργάνωση του κοινωνικού κράτους αλλά η πλουραλιστική ανασυγκρότηση του, που θα αξιοποιεί τις εθελοντικές ενέργειες της κοινωνίας σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, με την αναγνώριση δηλαδή στις εθελοντικές οργανώσεις, που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο, ενός θεσμικού δικαιώματος στην οικονομική τους και άλλη ενίσχυση από το δημόσιο τομέα αλλά και με τη διαφύλαξη της αυτονομίας τους.


Απαντώντας πλέον στο αρχικά τεθέν ερώτημα θα λέγαμε ότι η προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών από ΜΚΟ συμβάλει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των νέων συνθηκών που δημιουργούνται για το σύστημα κοινωνικής προστασίας με πολλούς τρόπους. Πρώτον, λόγω της ικανότητας των ΜΚΟ να παράγουν μειωμένου κόστους κοινωνικές υπηρεσίες, αξιοποιώντας την εθελοντική εργασία των μελών και συνεργατών τους ή πληρώνοντας μισθούς χαμηλότερους από εκείνους του δημόσιου τομέα και της αγοράς. Δεύτερον, διότι οι σύγχρονες ανάγκες προστασίας είναι τόσο σύνθετες και απαιτούν τέτοια αποθέματα ψυχικής διαθεσιμότητας, που είναι δύσκολο να καλυφθούν από ένα δημόσιο σύστημα κοινωνικής προστασίας, όχι όμως από οργανώσεις του εθελοντικού τομέα οι οποίες εθιμικά δραστηριοποιούνται σε τομείς έξω από τα κλασικά πεδία των δημόσιων κοινωνικών πολιτικών. Τρίτον, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ο προσανατολισμός του κοινωνικού κράτους, με κεντρικό άξονα τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων, δεν φαίνεται αυτό να είναι ικανό να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού. Αντίθετα, οι ΜΚΟ έχουν όχι μόνο τη δυνατότητα να στηρίζουν και να υποβοηθούν κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες αλλά και να παρεμβαίνουν δυναμικά περιορίζοντας τις περιθωριοποιητικές δυνάμεις της αγοράς αλλά και του κράτους.

Ν. Μπιλανάκης
Να επανακοινωνικοποιήσουμε την πολιτική
ή ποιος φοβάται τη συμμετοχική δημοκρατία;


(Αναδημοσίευση από Ηπειρωτικό Αγώνα, 24/1/2007)

Σήμερα πλέον στην Ελλάδα όλοι, ακόμα και τα πολιτικά κόμματα, αποδέχονται την ύπαρξη πολιτικής υπο-αντιπροσώπευσης της κοινωνίας. Το φαινόμενο αυτό, άλλωστε, αναδεικνύεται καθημερινά με την γενικευμένη απαξίωση των πολιτικών και της πολιτικής, την προοδευτική ελάττωση της συμμετοχής των πολιτών στις κομματικές διαδικασίες, την αυξημένη αποχή τους από τις εκλογικές διαδικασίες, την άρνηση αποδοχής των κομματικών οδηγιών στις δημοτικές εκλογές κ.α.
Την κατάσταση αυτή κάποιοι, την αντιμετωπίζουν ως ζήτημα οργανωτικό (και πιστεύουν ότι θα το αναχαιτίσουν είτε με την αναδιάρθρωση των κομματικών οργάνων, ή με την στελέχωση τους με πιο νέα και λαμπερά πρόσωπα, είτε με την υιοθέτηση περισσότερο νεωτερικών τεχνικών επικοινωνίας κ.α.), άλλοι ως ζήτημα πολιτικό. Οι τελευταίοι πιστεύουν ότι για να μετατραπούν τα πολιτικά κόμματα σε περισσότερο θελκτικούς σχηματισμούς για την κοινωνία, αυτά οφείλουν να υιοθετήσουν ένα λόγο που να είναι όχι μόνο λιγότερο ξύλινος, αλλά και ευκρινέστερος ιδεολογικά και περισσότερο εφαρμόσιμος πρακτικά.
Κάποιοι άλλοι, ανάμεσα τους και ο υπογράφων, πιστεύουν ότι για να περάσουμε από την κατάσταση της γενικευμένης απάθειας των πολιτών σε μια πιο ανοιχτή και συμμετοχική δημοκρατία δεν αρκούν όλα τα προηγούμενα, που αφορούν ουσιαστικά θέματα καλύτερης λειτουργίας των κομματικών οργανισμών. Οφείλουμε, επιπλέον με όλα τα προηγούμενα, να προχωρήσουμε δυναμικά στην αποδοχή και ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών. Των πολιτών δηλαδή εκείνων που αυτόβουλα και ανεξάρτητα από τα κρατικά όργανα αυτοοργανώνονται (μέσα από τις ενώσεις τους, τα συνδικάτα τους, τα επιμελητήρια τους, τις εκκλησίες τους, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις τους), επικοινωνούν και δρουν με σκοπό την προώθηση δράσεων δημοσίου συμφέροντος. Ισχυριζόμαστε, δηλαδή, ότι σήμερα η ενεργοποίηση του πολίτη δεν πρέπει να εννοείται μόνο ως ένταξη και συμμετοχή του στα κόμματα, αλλά και ως ένταξη και συμμετοχή του στον ευρύτερο δημόσιο χώρο, όπου ενυπάρχει εκτός των κομμάτων και η κοινωνία των πολιτών. Η συμμετοχή στη κοινωνία των πολιτών μπορεί να οδηγήσει στην αναζωογόνηση του δημοσίου χώρου, που μπορεί να γίνει ακόμα μεγαλύτερη στο βαθμό που θα συνοδευτεί και από μια ολοένα και μεγαλύτερη αποκέντρωση και διάχυση της πολιτικής εξουσίας σε κέντρα που βρίσκονται εντός της κοινωνίας των πολιτών (με τη συστηματική συνεργασία της δημόσιας διοίκησης με τη κοινωνία των πολιτών, την προοδευτική αυτοδιαχείριση κ.α).
Πολλοί είναι, μάλιστα, εκείνοι που ισχυρίζονται ότι ο χώρος της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί ουσιαστικά έναν από τους προνομιακούς χώρους, όπου μπορεί πλέον να καταγραφεί η σαφής διαφοροποίηση μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς. Και αυτό γιατί ενώ για την συντηρητική ιδεολογία η κυρίαρχη λογική είναι «λιγότερο κράτος και περισσότερη αγορά» (ή λιγότερο «αναποτελεσματικούς» γραφειοκράτες και περισσότερους «δημιουργικούς» επιχειρηματίες), η κεντροαριστερή στρατηγική της συμμετοχικής δημοκρατίας οφείλει να βασίζεται στη λογική «λιγότερο κράτος (αποκέντρωση, άμβλυνση της γραφειοκρατίας αλλά και της κομματικοκρατίας), λιγότερη αγορά (ρύθμιση της αγοράς με βάση όχι μόνο την παραγωγικότητα αλλά και την κοινωνική συνοχή και την οικολογία) και περισσότερη κοινωνία των πολιτών».
Με σκοπό πάντως την αύξηση της συμμετοχής του πολίτη στα πολιτικά δρώμενα αλλά και την εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας οφείλουμε επιπλέον, και παράλληλα με την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών, να δομήσουμε και να λειτουργήσουμε ανοικτά κόμματα, δηλαδή κόμματα δημοκρατικά, αποκεντρωμένα και εξωστρεφή που θα επενδύουν στη νέα τεχνολογία (π.χ. στο διαδίκτο) και στις νέες μορφές συμμετοχής των πολιτών (π.χ. δημοσκοπήσεις, συνεχής λογοδοσία), που θα εμπιστεύονται και θα βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και διάλογο με τη κοινωνία και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, χωρίς να απαρνούνται όμως το θεμελιώδη λόγο της ύπαρξης τους, που είναι να προτείνουν στην κοινωνία τη δική τους συνθετική εκδοχή περί του γενικού συμφέροντος.
Έχω την αίσθηση ότι για την αντιμετώπιση του ζητήματος της επανακοινωνικοποίησης της πολιτικής, το στελεχικό δυναμικό της κεντροαριστεράς στη σημερινή Γιανιώτικη κοινωνία, δεν έχει κινηθεί αποτελεσματικά. Αν εξαιρέσει κανείς την υιοθέτηση κάποιων πρώιμων οργανωτικών πρωτοβουλιών (όπως π.χ. η εναλλαγή κάποιων προσώπων, η αναδιάρθρωση των δομών του κόμματος), που σημειώθηκαν αμέσως μετά την ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος από τον Γ. Παπανδρέου, έκτοτε, σε επίπεδο τοπικό, δεν έχουν παρατηρηθεί άλλες συντεταγμένες και οργανωμένες κινήσεις που να αποπειρώνται να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της γενικευμένης απάθειας των πολιτών: δεν έχουν ανοίξει διαδικασίες διαβούλευσης, δεν έχουν αναζητηθεί νέες πιο ολοκληρωμένες πολιτικές, το άνοιγμα στην κοινωνία με την προσέγγιση ΜΚΟ ή άλλων κοινωνικών συσσωματώσεων αποτελεί ακόμη ένα ζητούμενο κλπ.
Όσο περισσότερο πάντως θα επικρατεί η κατάσταση της πολιτικής υποαντιπροσώπευσης της κοινωνίας τόσο πιο πολύ θα οικοδομούνται κοινωνικές περιοχές, όπου οι πολίτες θα καλούνται να «μετέχουν», στην καλύτερη περίπτωση, ως αδιαφοροποίητοι πελάτες, ως χρήστες, ως καταναλωτές ή θεατές, επιτρέποντας ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο στον «ένα» και στο περιβάλλον του να οργανώσει αυτός το κοινό τους παρόν και μέλλον. Η πολιτική όμως δεν μπορεί να αποτελέσει μοναχική δραστηριότητα ενός leader (τοπικής ή εθνικής εμβέλειας) και του «περιβάλλοντός» του, που θα αποφασίζουν αυτογνωμόνως. Η πολιτική δεν μπορεί να χαράσσεται χωρίς διαβούλευση με τους πολίτες και τους κοινωνικούς εταίρους. Άλλωστε η πολιτική είναι περισσότερο προετοιμασία παρά απόφαση. Και η προετοιμασία της δημοκρατικής πολιτικής απόφασης δεν είναι υπόθεση ενός μόνο ή λίγων, αλλά πολλών, προϊόν διαβούλευσης μέσα στο κόμμα και μέσα στην κοινωνία, επιστέγασμα της συμμετοχής όλων όσων έχουν κάτι να πουν στα δημόσια ζητήματα.


Ν. Μπιλανάκης
Στο δρόμο για το νέο πολιτικό σκηνικό: νέες ιδέες, νέοι άνθρωποι, νέα κόμματα.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ζούμε σε ένα καινούργιο κόσμο. Ο στρόβιλος των αλλαγών που συντελούνται σε διεθνές επίπεδο, έχει παρασύρει πλέον και την ελληνική κοινωνία, οδηγώντας την σε συνεχείς αλλαγές και ανακατατάξεις. Ανάμεσα στις κυριότερες εξελίξεις που συμβαίνουν διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, αναφέρουμε, εκτός της γνωστής πλέον σε όλους πολιτικής επικράτησης του φιλελευθερισμού και της εμφάνισης του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, τη κλιματική αλλαγή, την διείσδυση των τεχνολογιών αιχμής και της πληροφορικής στην καθημερινή μας ζωή, την υποβάθμιση της εργασιακής αξίας απέναντι στο κεφάλαιο και την εμφάνιση νέων εργασιακών σχέσεων, την αποδιάρθρωση των ταξικών ταυτοτήτων που χάνουν την παλαιότερη απόλυτη κυριαρχία τους, την αμφισβήτηση του έθνους-κράτους, την απώλεια της δύναμης που είχε κάποτε η θρησκευτική πίστη, το επίμονο αίτημα της ατομικής αυτονομίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την εμφάνιση νέων και πολλαπλών κοινωνικών ταυτοτήτων που δεν βασίζονται στα παλαιότερα εθνικά-ταξικά-θρησκευτικά χαρακτηριστικά - αλλά σε άλλα που διαμορφώνονται από νέους παράγοντες όπως τα ΜΜΕ, το μετασχηματισμό των κοινωνιών σε περισσότερο πολυπολιτισμικές και περίπλοκες, κ.α.
Για να αντεπεξέλθουμε με επιτυχία τις προκλήσεις των νέων αυτών καταστάσεων χρειαζόμαστε ένα πολιτικό προσωπικό που να διαθέτει αυξημένες γνώσεις, δεξιότητες, επιθυμία για δουλειά, φαντασία κ.α. Πεποίθηση πολλών, αλλά και δική μου, είναι ότι το υπάρχον πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα υστερεί έναντι των συνθηκών που χαρακτηρίζουν τον νεωτερικό αυτό κόσμο, ότι «δεν τα καταφέρνουν». Αν και πιστεύω ότι είναι πολλοί οι λόγοι που συντελούν στη δημιουργία αυτού του προβλήματος (όπως π.χ. η περιφεριοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, ζητήματα δομικά της δημοκρατίας όπως η κομματικοκρατία, ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των κομμάτων, την διακυβέρνηση, κ.α), επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε δύο από αυτούς.
Ο πρώτος από τους λόγους που συντελεί στην υστέρηση του πολιτικού προσωπικού της χώρας μας αφορά στην «παραμυθιασμένη» εικόνα που έχει το μισό, και γεροντότερο, τμήμα της κοινωνίας μας, για τους πολιτικούς γενικά, εικόνα που έλκει στην πολιτική, όχι τους καλύτερους, αλλά τους πιο ευεπίφορους στην παραμυθία. Αναφέρομαι στο τμήμα εκείνων των πολιτών που γεννήθηκαν πριν τη δεκαετία του ’60 και, σε αντίθεση με το άλλο μισό εκλογικό σώμα που γεννήθηκε μετά από αυτή τη χρονολογία, δεν βλέπουν στον πολιτικό ένα απλό διαχειριστή των δημοσίων πραγμάτων, έναν τεχνικό της εξουσίας τέλος πάντων, όπως και δεν τον κρίνουν σύμφωνα με τις ικανότητες που αυτός επιδεικνύει στην επίλυση των προβλημάτων που τον απασχολούν. Οι άνθρωποι αυτοί επιμένουν να αντιμετωπίζουν τον πολιτικό, όπως τον έβλεπαν οι παππούδες μας στον εμφύλιο: τότε που ο κόσμος ήταν μοιρασμένος και οι μισοί ήταν οι καλοί-οι πολύ καλοί, και οι άλλοι μισοί ήταν οι κακοί-αλλά πολύ κακοί. Τότε που ο πολιτικός τους, ο δικός τους πολιτικός, ο πολιτικός του δικού τους κόμματος ήταν μπροστάρης και οδηγός, εκπροσωπούσε και συμβόλιζε τα ιδανικά τους, αυτοπροσδιόριζε και ετεροπροσδιόριζε το δικό τους χώρο αλλά και αυτόν του αντιπάλου, ενέπνεε για τα μελλούμενα. Τότε δηλαδή που ο πολιτικός ήταν κάτι σαν Θεός. Δυστυχώς ή ευτυχώς, στον νέο κόσμο που βρίσκεται υπό διαμόρφωση, οι πολιτικοί δεν μπορούν πλέον να είναι αυτό που ήταν, δηλαδή αυταπόδεικτα άξιοι, μόνο και μόνο επειδή ασχολούνται με την πολιτική, εντασσόμενοι στο ένα ή το άλλο κόμμα. Χρειάζεται να αποδεικνύουν την αξία τους με καθημερινή εργασία, που θα ονομάζει, θα περιγράφει και θα επιλύει προβλήματα.
Ο δεύτερος λόγος που συντελεί στην διατήρηση μιας μεγάλης μερίδας υστερούντος πολιτικού προσωπικού σχετίζεται με τον τρόπο ανάδειξης του πολιτικού προσωπικού της χώρας, που παραμένει εν πολλοίς άνισος και άδικος, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των ήδη υπαρχόντων και βολεμένων πολιτικών (ικανών και ανικάνων) και σε βάρος των ικανών και δυναμικών αλλά νέων: πολιτικοί αναδεικνύονται κυρίως οι γόνοι πολιτικών οικογενειών, οι γόνοι πλούσιων οικογενειών, οι έχοντες σχέση με το star system και τα ΜΜΕ, εκείνοι που επενδύουν στην υπαλληλική νοοτροπία της κομματικής επετηρίδας. Η κατάσταση αυτή θα συνεχίσει να υπάρχει όσο δεν τολμούμε να δομήσουμε και να λειτουργήσουμε ανοικτά κόμματα, δηλαδή κόμματα δημοκρατικά, αποκεντρωμένα και εξωστρεφή που θα επενδύουν στη νέα τεχνολογία (π.χ. στο διαδίκτο) και στις νέες μορφές συμμετοχής των πολιτών (π.χ. δημοσκοπήσεις, συνεχής λογοδοσία), που θα εμπιστεύονται και θα βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και διάλογο με τη κοινωνία και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, χωρίς να απαρνούνται όμως το θεμελιώδη λόγο της ύπαρξης τους, που είναι να προτείνουν στην κοινωνία τη δική τους συνθετική και σαφή εκδοχή περί του γενικού συμφέροντος.
Η υστέρηση του πολιτικού προσωπικού, ειδικότερα των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σε σχέση με τα προβλήματα που σαν χώρα αντιμετωπίζουμε δεν αποτελεί θεωρητικό εύρημα, χωρίς πρακτική σημασία. Αντίθετα, η υστέρηση αυτή έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στη εμφάνιση μιας σειράς σημαντικότατων προβλημάτων, όπως π.χ. η αδυναμία μας να απορροφήσουμε το σύνολο των χρημάτων που μας δίνει η ΕΕ, η αδυναμία μας να λύσουμε το ασφαλιστικό μας πρόβλημα, η ήττα μας στο Μακεδονικό, η αδυναμία μας να διαχειρισθούμε τα σκουπίδια μας, να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της Ολυμπιακής, της υγείας κλπ. Η υστέρηση του πολιτικού προσωπικού έχει επίσης οδηγήσει στην διατήρηση στην επικαιρότητα μιας ατζέντας πολιτικών ιδεών που παραπέμπουν σε παλαιότερες εποχές. Αποτελεί κοινή πεποίθηση των νέων ανθρώπων, των ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή, των ανθρώπων που κοιτούν στο σήμερα και το αύριο και όχι στο χτές ότι πρέπει σύντομα να διαμορφωθεί νέα πολιτική ατζέντα, που να εμπεριέχει νέα πολιτικά προτάγματα, που να αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως το κλίμα και το περιβάλλον, το δημογραφικό πρόβλημα, τη μετανάστευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ανάκτηση και τον εμπλουτισμό του δημοσίου χώρου, την ηλεκτρονική διακυβέρνηση κλπ. Όπως αναφέρει στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του ο Ν. Ράπτης (www.ppol.gr, 3/11/2007) η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα ατζέντα που να στοχεύει σε τρεις μεγάλες αναδιανομές:
Πρώτη αναδιανομή: από τους ηλικιωμένους και τους μεσήλικες στους νέους και τα παιδιά. Η Ελλάδα θα πρέπει να θέσει σε προτεραιότητα την επιδότηση της γέννησης και της ανατροφής των παιδιών, τη διαμόρφωση πόλεων και δημόσιου χώρου φιλικών στα παιδιά, την υποστήριξη της οικογένειας, την ριζική βελτίωση της εκπαίδευσης, της κατάρτισης, της έρευνας.
Δεύτερη αναδιανομή: από τους ανθρώπους στο περιβάλλον. Η ανάταξη των ακτογραμμών, των ποταμών και των λιμνών της Ελλάδας, η προστασία και ο εμπλουτισμός της ιχθυοπανίδας, η διαμόρφωση πράσινων πόλεων, η εξοικονόμηση ενέργειας, η μείωση και ασφαλής διαχείριση των απορριμμάτων αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ όρους για να επιβιώσει μακροπρόθεσμα το έθνος. Η ριζική στροφή στην περιβαλλοντική πολιτική είναι για τη σημερινή Ελλάδα ο μόνος τρόπος για την επιβίωση των μελλοντικών γενεών.
Τρίτη αναδιανομή: από τον ιδιωτικό χώρο στο δημόσιο. Ήρθε η ώρα να ανατραπεί το κυρίαρχο στην Ελλάδα υπόδειγμα «ιδιωτικός πλούτος, δημόσια φτώχεια»: δεν χρειαζόμαστε μεγαλύτερα σπίτια αλλά περισσότερα πάρκα και πλατύτερα πεζοδρόμια· αντί για πολυτελέστερα αυτοκίνητα, χρειαζόμαστε καλύτερους δρόμους· αντί για περισσότερη κατανάλωση, καλύτερα και περισσότερα μαιευτήρια, νοσοκομεία, σχολεία. Αντί για επαύλεις σε απομακρυσμένα και πολυτελή προάστια προτιμάμε περισσότερη ασφάλεια και ελεύθερους χώρους στις γειτονιές· αντί για γκουβερνάντες με καλές συστάσεις, αποτελεσματικά νηπιαγωγεία και βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Ο νεωτερικός κόσμος είναι εδώ. Όσο και αν ο παλιός κόσμος τον εμποδίζει να εμφανιστεί, αυτός θα βρει τρόπο να βγει στο προσκήνιο, επιβάλλοντας την ατζέντα του, τους ανθρώπους του, τις πολιτικές συσσωματώσεις του. Έστω και αν χρειαστεί, για να το κάνει αυτό, να τροποποιήσει τον υπάρχοντα πολιτικό χάρτη της χώρας.

Ν. Μπιλανάκης