3.3.09

Να επανακοινωνικοποιήσουμε την πολιτική
ή ποιος φοβάται τη συμμετοχική δημοκρατία;


(Αναδημοσίευση από Ηπειρωτικό Αγώνα, 24/1/2007)

Σήμερα πλέον στην Ελλάδα όλοι, ακόμα και τα πολιτικά κόμματα, αποδέχονται την ύπαρξη πολιτικής υπο-αντιπροσώπευσης της κοινωνίας. Το φαινόμενο αυτό, άλλωστε, αναδεικνύεται καθημερινά με την γενικευμένη απαξίωση των πολιτικών και της πολιτικής, την προοδευτική ελάττωση της συμμετοχής των πολιτών στις κομματικές διαδικασίες, την αυξημένη αποχή τους από τις εκλογικές διαδικασίες, την άρνηση αποδοχής των κομματικών οδηγιών στις δημοτικές εκλογές κ.α.
Την κατάσταση αυτή κάποιοι, την αντιμετωπίζουν ως ζήτημα οργανωτικό (και πιστεύουν ότι θα το αναχαιτίσουν είτε με την αναδιάρθρωση των κομματικών οργάνων, ή με την στελέχωση τους με πιο νέα και λαμπερά πρόσωπα, είτε με την υιοθέτηση περισσότερο νεωτερικών τεχνικών επικοινωνίας κ.α.), άλλοι ως ζήτημα πολιτικό. Οι τελευταίοι πιστεύουν ότι για να μετατραπούν τα πολιτικά κόμματα σε περισσότερο θελκτικούς σχηματισμούς για την κοινωνία, αυτά οφείλουν να υιοθετήσουν ένα λόγο που να είναι όχι μόνο λιγότερο ξύλινος, αλλά και ευκρινέστερος ιδεολογικά και περισσότερο εφαρμόσιμος πρακτικά.
Κάποιοι άλλοι, ανάμεσα τους και ο υπογράφων, πιστεύουν ότι για να περάσουμε από την κατάσταση της γενικευμένης απάθειας των πολιτών σε μια πιο ανοιχτή και συμμετοχική δημοκρατία δεν αρκούν όλα τα προηγούμενα, που αφορούν ουσιαστικά θέματα καλύτερης λειτουργίας των κομματικών οργανισμών. Οφείλουμε, επιπλέον με όλα τα προηγούμενα, να προχωρήσουμε δυναμικά στην αποδοχή και ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών. Των πολιτών δηλαδή εκείνων που αυτόβουλα και ανεξάρτητα από τα κρατικά όργανα αυτοοργανώνονται (μέσα από τις ενώσεις τους, τα συνδικάτα τους, τα επιμελητήρια τους, τις εκκλησίες τους, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις τους), επικοινωνούν και δρουν με σκοπό την προώθηση δράσεων δημοσίου συμφέροντος. Ισχυριζόμαστε, δηλαδή, ότι σήμερα η ενεργοποίηση του πολίτη δεν πρέπει να εννοείται μόνο ως ένταξη και συμμετοχή του στα κόμματα, αλλά και ως ένταξη και συμμετοχή του στον ευρύτερο δημόσιο χώρο, όπου ενυπάρχει εκτός των κομμάτων και η κοινωνία των πολιτών. Η συμμετοχή στη κοινωνία των πολιτών μπορεί να οδηγήσει στην αναζωογόνηση του δημοσίου χώρου, που μπορεί να γίνει ακόμα μεγαλύτερη στο βαθμό που θα συνοδευτεί και από μια ολοένα και μεγαλύτερη αποκέντρωση και διάχυση της πολιτικής εξουσίας σε κέντρα που βρίσκονται εντός της κοινωνίας των πολιτών (με τη συστηματική συνεργασία της δημόσιας διοίκησης με τη κοινωνία των πολιτών, την προοδευτική αυτοδιαχείριση κ.α).
Πολλοί είναι, μάλιστα, εκείνοι που ισχυρίζονται ότι ο χώρος της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί ουσιαστικά έναν από τους προνομιακούς χώρους, όπου μπορεί πλέον να καταγραφεί η σαφής διαφοροποίηση μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς. Και αυτό γιατί ενώ για την συντηρητική ιδεολογία η κυρίαρχη λογική είναι «λιγότερο κράτος και περισσότερη αγορά» (ή λιγότερο «αναποτελεσματικούς» γραφειοκράτες και περισσότερους «δημιουργικούς» επιχειρηματίες), η κεντροαριστερή στρατηγική της συμμετοχικής δημοκρατίας οφείλει να βασίζεται στη λογική «λιγότερο κράτος (αποκέντρωση, άμβλυνση της γραφειοκρατίας αλλά και της κομματικοκρατίας), λιγότερη αγορά (ρύθμιση της αγοράς με βάση όχι μόνο την παραγωγικότητα αλλά και την κοινωνική συνοχή και την οικολογία) και περισσότερη κοινωνία των πολιτών».
Με σκοπό πάντως την αύξηση της συμμετοχής του πολίτη στα πολιτικά δρώμενα αλλά και την εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας οφείλουμε επιπλέον, και παράλληλα με την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών, να δομήσουμε και να λειτουργήσουμε ανοικτά κόμματα, δηλαδή κόμματα δημοκρατικά, αποκεντρωμένα και εξωστρεφή που θα επενδύουν στη νέα τεχνολογία (π.χ. στο διαδίκτο) και στις νέες μορφές συμμετοχής των πολιτών (π.χ. δημοσκοπήσεις, συνεχής λογοδοσία), που θα εμπιστεύονται και θα βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και διάλογο με τη κοινωνία και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, χωρίς να απαρνούνται όμως το θεμελιώδη λόγο της ύπαρξης τους, που είναι να προτείνουν στην κοινωνία τη δική τους συνθετική εκδοχή περί του γενικού συμφέροντος.
Έχω την αίσθηση ότι για την αντιμετώπιση του ζητήματος της επανακοινωνικοποίησης της πολιτικής, το στελεχικό δυναμικό της κεντροαριστεράς στη σημερινή Γιανιώτικη κοινωνία, δεν έχει κινηθεί αποτελεσματικά. Αν εξαιρέσει κανείς την υιοθέτηση κάποιων πρώιμων οργανωτικών πρωτοβουλιών (όπως π.χ. η εναλλαγή κάποιων προσώπων, η αναδιάρθρωση των δομών του κόμματος), που σημειώθηκαν αμέσως μετά την ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος από τον Γ. Παπανδρέου, έκτοτε, σε επίπεδο τοπικό, δεν έχουν παρατηρηθεί άλλες συντεταγμένες και οργανωμένες κινήσεις που να αποπειρώνται να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της γενικευμένης απάθειας των πολιτών: δεν έχουν ανοίξει διαδικασίες διαβούλευσης, δεν έχουν αναζητηθεί νέες πιο ολοκληρωμένες πολιτικές, το άνοιγμα στην κοινωνία με την προσέγγιση ΜΚΟ ή άλλων κοινωνικών συσσωματώσεων αποτελεί ακόμη ένα ζητούμενο κλπ.
Όσο περισσότερο πάντως θα επικρατεί η κατάσταση της πολιτικής υποαντιπροσώπευσης της κοινωνίας τόσο πιο πολύ θα οικοδομούνται κοινωνικές περιοχές, όπου οι πολίτες θα καλούνται να «μετέχουν», στην καλύτερη περίπτωση, ως αδιαφοροποίητοι πελάτες, ως χρήστες, ως καταναλωτές ή θεατές, επιτρέποντας ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο στον «ένα» και στο περιβάλλον του να οργανώσει αυτός το κοινό τους παρόν και μέλλον. Η πολιτική όμως δεν μπορεί να αποτελέσει μοναχική δραστηριότητα ενός leader (τοπικής ή εθνικής εμβέλειας) και του «περιβάλλοντός» του, που θα αποφασίζουν αυτογνωμόνως. Η πολιτική δεν μπορεί να χαράσσεται χωρίς διαβούλευση με τους πολίτες και τους κοινωνικούς εταίρους. Άλλωστε η πολιτική είναι περισσότερο προετοιμασία παρά απόφαση. Και η προετοιμασία της δημοκρατικής πολιτικής απόφασης δεν είναι υπόθεση ενός μόνο ή λίγων, αλλά πολλών, προϊόν διαβούλευσης μέσα στο κόμμα και μέσα στην κοινωνία, επιστέγασμα της συμμετοχής όλων όσων έχουν κάτι να πουν στα δημόσια ζητήματα.


Ν. Μπιλανάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου