3.3.09

Στο δρόμο για το νέο πολιτικό σκηνικό: νέες ιδέες, νέοι άνθρωποι, νέα κόμματα.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ζούμε σε ένα καινούργιο κόσμο. Ο στρόβιλος των αλλαγών που συντελούνται σε διεθνές επίπεδο, έχει παρασύρει πλέον και την ελληνική κοινωνία, οδηγώντας την σε συνεχείς αλλαγές και ανακατατάξεις. Ανάμεσα στις κυριότερες εξελίξεις που συμβαίνουν διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, αναφέρουμε, εκτός της γνωστής πλέον σε όλους πολιτικής επικράτησης του φιλελευθερισμού και της εμφάνισης του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, τη κλιματική αλλαγή, την διείσδυση των τεχνολογιών αιχμής και της πληροφορικής στην καθημερινή μας ζωή, την υποβάθμιση της εργασιακής αξίας απέναντι στο κεφάλαιο και την εμφάνιση νέων εργασιακών σχέσεων, την αποδιάρθρωση των ταξικών ταυτοτήτων που χάνουν την παλαιότερη απόλυτη κυριαρχία τους, την αμφισβήτηση του έθνους-κράτους, την απώλεια της δύναμης που είχε κάποτε η θρησκευτική πίστη, το επίμονο αίτημα της ατομικής αυτονομίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την εμφάνιση νέων και πολλαπλών κοινωνικών ταυτοτήτων που δεν βασίζονται στα παλαιότερα εθνικά-ταξικά-θρησκευτικά χαρακτηριστικά - αλλά σε άλλα που διαμορφώνονται από νέους παράγοντες όπως τα ΜΜΕ, το μετασχηματισμό των κοινωνιών σε περισσότερο πολυπολιτισμικές και περίπλοκες, κ.α.
Για να αντεπεξέλθουμε με επιτυχία τις προκλήσεις των νέων αυτών καταστάσεων χρειαζόμαστε ένα πολιτικό προσωπικό που να διαθέτει αυξημένες γνώσεις, δεξιότητες, επιθυμία για δουλειά, φαντασία κ.α. Πεποίθηση πολλών, αλλά και δική μου, είναι ότι το υπάρχον πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα υστερεί έναντι των συνθηκών που χαρακτηρίζουν τον νεωτερικό αυτό κόσμο, ότι «δεν τα καταφέρνουν». Αν και πιστεύω ότι είναι πολλοί οι λόγοι που συντελούν στη δημιουργία αυτού του προβλήματος (όπως π.χ. η περιφεριοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, ζητήματα δομικά της δημοκρατίας όπως η κομματικοκρατία, ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των κομμάτων, την διακυβέρνηση, κ.α), επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε δύο από αυτούς.
Ο πρώτος από τους λόγους που συντελεί στην υστέρηση του πολιτικού προσωπικού της χώρας μας αφορά στην «παραμυθιασμένη» εικόνα που έχει το μισό, και γεροντότερο, τμήμα της κοινωνίας μας, για τους πολιτικούς γενικά, εικόνα που έλκει στην πολιτική, όχι τους καλύτερους, αλλά τους πιο ευεπίφορους στην παραμυθία. Αναφέρομαι στο τμήμα εκείνων των πολιτών που γεννήθηκαν πριν τη δεκαετία του ’60 και, σε αντίθεση με το άλλο μισό εκλογικό σώμα που γεννήθηκε μετά από αυτή τη χρονολογία, δεν βλέπουν στον πολιτικό ένα απλό διαχειριστή των δημοσίων πραγμάτων, έναν τεχνικό της εξουσίας τέλος πάντων, όπως και δεν τον κρίνουν σύμφωνα με τις ικανότητες που αυτός επιδεικνύει στην επίλυση των προβλημάτων που τον απασχολούν. Οι άνθρωποι αυτοί επιμένουν να αντιμετωπίζουν τον πολιτικό, όπως τον έβλεπαν οι παππούδες μας στον εμφύλιο: τότε που ο κόσμος ήταν μοιρασμένος και οι μισοί ήταν οι καλοί-οι πολύ καλοί, και οι άλλοι μισοί ήταν οι κακοί-αλλά πολύ κακοί. Τότε που ο πολιτικός τους, ο δικός τους πολιτικός, ο πολιτικός του δικού τους κόμματος ήταν μπροστάρης και οδηγός, εκπροσωπούσε και συμβόλιζε τα ιδανικά τους, αυτοπροσδιόριζε και ετεροπροσδιόριζε το δικό τους χώρο αλλά και αυτόν του αντιπάλου, ενέπνεε για τα μελλούμενα. Τότε δηλαδή που ο πολιτικός ήταν κάτι σαν Θεός. Δυστυχώς ή ευτυχώς, στον νέο κόσμο που βρίσκεται υπό διαμόρφωση, οι πολιτικοί δεν μπορούν πλέον να είναι αυτό που ήταν, δηλαδή αυταπόδεικτα άξιοι, μόνο και μόνο επειδή ασχολούνται με την πολιτική, εντασσόμενοι στο ένα ή το άλλο κόμμα. Χρειάζεται να αποδεικνύουν την αξία τους με καθημερινή εργασία, που θα ονομάζει, θα περιγράφει και θα επιλύει προβλήματα.
Ο δεύτερος λόγος που συντελεί στην διατήρηση μιας μεγάλης μερίδας υστερούντος πολιτικού προσωπικού σχετίζεται με τον τρόπο ανάδειξης του πολιτικού προσωπικού της χώρας, που παραμένει εν πολλοίς άνισος και άδικος, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των ήδη υπαρχόντων και βολεμένων πολιτικών (ικανών και ανικάνων) και σε βάρος των ικανών και δυναμικών αλλά νέων: πολιτικοί αναδεικνύονται κυρίως οι γόνοι πολιτικών οικογενειών, οι γόνοι πλούσιων οικογενειών, οι έχοντες σχέση με το star system και τα ΜΜΕ, εκείνοι που επενδύουν στην υπαλληλική νοοτροπία της κομματικής επετηρίδας. Η κατάσταση αυτή θα συνεχίσει να υπάρχει όσο δεν τολμούμε να δομήσουμε και να λειτουργήσουμε ανοικτά κόμματα, δηλαδή κόμματα δημοκρατικά, αποκεντρωμένα και εξωστρεφή που θα επενδύουν στη νέα τεχνολογία (π.χ. στο διαδίκτο) και στις νέες μορφές συμμετοχής των πολιτών (π.χ. δημοσκοπήσεις, συνεχής λογοδοσία), που θα εμπιστεύονται και θα βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και διάλογο με τη κοινωνία και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, χωρίς να απαρνούνται όμως το θεμελιώδη λόγο της ύπαρξης τους, που είναι να προτείνουν στην κοινωνία τη δική τους συνθετική και σαφή εκδοχή περί του γενικού συμφέροντος.
Η υστέρηση του πολιτικού προσωπικού, ειδικότερα των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σε σχέση με τα προβλήματα που σαν χώρα αντιμετωπίζουμε δεν αποτελεί θεωρητικό εύρημα, χωρίς πρακτική σημασία. Αντίθετα, η υστέρηση αυτή έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στη εμφάνιση μιας σειράς σημαντικότατων προβλημάτων, όπως π.χ. η αδυναμία μας να απορροφήσουμε το σύνολο των χρημάτων που μας δίνει η ΕΕ, η αδυναμία μας να λύσουμε το ασφαλιστικό μας πρόβλημα, η ήττα μας στο Μακεδονικό, η αδυναμία μας να διαχειρισθούμε τα σκουπίδια μας, να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της Ολυμπιακής, της υγείας κλπ. Η υστέρηση του πολιτικού προσωπικού έχει επίσης οδηγήσει στην διατήρηση στην επικαιρότητα μιας ατζέντας πολιτικών ιδεών που παραπέμπουν σε παλαιότερες εποχές. Αποτελεί κοινή πεποίθηση των νέων ανθρώπων, των ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή, των ανθρώπων που κοιτούν στο σήμερα και το αύριο και όχι στο χτές ότι πρέπει σύντομα να διαμορφωθεί νέα πολιτική ατζέντα, που να εμπεριέχει νέα πολιτικά προτάγματα, που να αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως το κλίμα και το περιβάλλον, το δημογραφικό πρόβλημα, τη μετανάστευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ανάκτηση και τον εμπλουτισμό του δημοσίου χώρου, την ηλεκτρονική διακυβέρνηση κλπ. Όπως αναφέρει στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του ο Ν. Ράπτης (www.ppol.gr, 3/11/2007) η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα ατζέντα που να στοχεύει σε τρεις μεγάλες αναδιανομές:
Πρώτη αναδιανομή: από τους ηλικιωμένους και τους μεσήλικες στους νέους και τα παιδιά. Η Ελλάδα θα πρέπει να θέσει σε προτεραιότητα την επιδότηση της γέννησης και της ανατροφής των παιδιών, τη διαμόρφωση πόλεων και δημόσιου χώρου φιλικών στα παιδιά, την υποστήριξη της οικογένειας, την ριζική βελτίωση της εκπαίδευσης, της κατάρτισης, της έρευνας.
Δεύτερη αναδιανομή: από τους ανθρώπους στο περιβάλλον. Η ανάταξη των ακτογραμμών, των ποταμών και των λιμνών της Ελλάδας, η προστασία και ο εμπλουτισμός της ιχθυοπανίδας, η διαμόρφωση πράσινων πόλεων, η εξοικονόμηση ενέργειας, η μείωση και ασφαλής διαχείριση των απορριμμάτων αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ όρους για να επιβιώσει μακροπρόθεσμα το έθνος. Η ριζική στροφή στην περιβαλλοντική πολιτική είναι για τη σημερινή Ελλάδα ο μόνος τρόπος για την επιβίωση των μελλοντικών γενεών.
Τρίτη αναδιανομή: από τον ιδιωτικό χώρο στο δημόσιο. Ήρθε η ώρα να ανατραπεί το κυρίαρχο στην Ελλάδα υπόδειγμα «ιδιωτικός πλούτος, δημόσια φτώχεια»: δεν χρειαζόμαστε μεγαλύτερα σπίτια αλλά περισσότερα πάρκα και πλατύτερα πεζοδρόμια· αντί για πολυτελέστερα αυτοκίνητα, χρειαζόμαστε καλύτερους δρόμους· αντί για περισσότερη κατανάλωση, καλύτερα και περισσότερα μαιευτήρια, νοσοκομεία, σχολεία. Αντί για επαύλεις σε απομακρυσμένα και πολυτελή προάστια προτιμάμε περισσότερη ασφάλεια και ελεύθερους χώρους στις γειτονιές· αντί για γκουβερνάντες με καλές συστάσεις, αποτελεσματικά νηπιαγωγεία και βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Ο νεωτερικός κόσμος είναι εδώ. Όσο και αν ο παλιός κόσμος τον εμποδίζει να εμφανιστεί, αυτός θα βρει τρόπο να βγει στο προσκήνιο, επιβάλλοντας την ατζέντα του, τους ανθρώπους του, τις πολιτικές συσσωματώσεις του. Έστω και αν χρειαστεί, για να το κάνει αυτό, να τροποποιήσει τον υπάρχοντα πολιτικό χάρτη της χώρας.

Ν. Μπιλανάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου