3.3.09

Ο ρόλος των ΜΚΟ στη διαχείριση οικογενειών που απειλούνται από κοινωνικό αποκλεισμό.

(Εισήγηση σε Ημερίδα με θέμα «Η Οικογένεια σε σταυροδρόμι: αριστερά ή δεξιά»,
Οργάνωση ΙΣΤΑΜΕ, Ιωάννινα, 5/7/07. Προδημοσίευση Πρωινά Νέα, 4 και 5/7/07)


Ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός» (Κ.Α.) αποτελεί μια θολή και αμφισβητούμενη έννοια για μερικούς επιστήμονες αλλά ταυτόχρονα μια έννοια που αγαπούν και προτιμούν να χρησιμοποιούν οι πολιτικοί, ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι καλούνται να διαχειριστούν σύγχρονα κοινωνικοικονομικά φαινόμενα. Ο όρος Κ.Α. είναι ένας πολυδιάστατος όρος που σκοπό έχει να περιγράψει μια σειρά από ετερόκλητα, σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, που σχετίζονται με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε εθνικού χώρου στον οποίο αναπτύσσονται, και αφορούν στην αδυναμία συμμετοχής ατόμων ή ομάδων στις διαφορετικές εκφάνσεις της σύγχρονης καθημερινότητας.

Ο όρος Κ.Α. εμφανίζεται για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960 στη Γαλλία, σε μια περίοδο οικονομικής ευημερίας και ανάπτυξης. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η εμφάνιση της έννοιας συμπίπτει με την πολιτικοκοινωνική επιδίωξη εκείνης της περιόδου να δημιουργηθούν κοινωνίες που στη βασική τους λειτουργία θα παράγουν «ένταξη» και όχι «αποκλεισμούς», θα υποδέχονται το διαφορετικό με σκοπό να το προστατέψουν και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ένταξης του και όχι να αναπαραγάγουν τις ενστικτώδεις λειτουργίες απόρριψης και έκπτωσης του.

Ο όρος Κ.Α. πρέπει να διακριθεί από αυτό που λέμε «κοινωνικά ευπαθείς ομάδες» ή «ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες» ή «ομάδες υψηλού κινδύνου» (όπως π.χ. τσιγγάνοι, άγαμες μητέρες, αποφυλακιζόμενοι, μετανάστες κλπ), δηλαδή ομάδες ατόμων που σηματοδοτούν χώρους στους οποίους μια κοινωνία εμφανίζεται ευάλωτη. Η ύπαρξη αυτών των ομάδων δεν σημαίνει υποχρεωτικά και τον Κ.Α. τους, αφού δεν είναι υποχρεωτικό τα άτομα που μετέχουν σε κάθε ευάλωτη κοινωνικά ομάδα να γλιστρήσουν σε διαδικασίες Κ.Α. τους. Ο Κ.Α. αποτελεί ένα πιο σύνθετο από την κοινωνική ευπάθεια κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, που οδηγεί στην παρεμπόδιση των ατόμων να απορροφήσουν κοινωνικά και δημόσια αγαθά και στην απώλεια των κοινωνικών δικαιωμάτων τους.

Φαινόμενα όπως η φτώχεια, η ανεργία, οι ανισότητες στην υγεία και στην εκπαίδευση, που αυξάνουν τα τελευταία χρόνια ανησυχητικά σε ολόκληρο τον πλανήτη, συνδέονται άμεσα με το φαινόμενο του Κ.Α. Τα ανωτέρω αναφερόμενα φαινόμενα μπορούν είτε να προκαλούν Κ.Α., είτε να συμβάλλουν στην εξέλιξη και όξυνση του φαινομένου. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως οι σημαντικοί αυτοί θεσμοί -εκπαίδευση, απασχόληση και υγεία- θα ανακτήσουν τον κοινωνικοποιητικό τους ρόλο και λειτουργία, έτσι ώστε να μην κατασκευάζουν διαδικασίες αποκλεισμού, αλλά διαδικασίες ομαλής ένταξης για τους πολίτες μιας χώρας.

Ο Κ.Α. εισήχθη ως όρος στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μέσα από τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Πιο συγκεκριμένα, η Ευρώπη αντιμετωπίζοντας ζητήματα - όπως τη παρατεταμένη κρίση του κράτους πρόνοιας και των ασφαλιστικών συστημάτων, τη πτώση των ρυθμών ανάπτυξης, τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και την απορύθμιση της αγοράς εργασίας - αναγκάστηκε να υιοθετήσει τον όρο Κ.Α. για να περιγράψει τα αναδυόμενα φαινόμενα κοινωνικής παθολογίας και ακολούθως να μπορέσει και να τα αντιμετωπίσει. Εμείς, στην Ελλάδα, υιοθετώντας ευρωπαϊκά κείμενα, όπως τις κατευθυντήριες γραμμές της Πράσινης και τη Λευκής Βίβλου, υιοθετήσαμε και τον όρο Κ.Α. Πολύ γρήγορα όμως, από μελέτες και έρευνες που ακολούθησαν, έγινε φανερό ότι στην Ελλάδα ο Κ.Α., όταν εμφανίζεται, δεν σχετίζεται με την απορύθμιση των σχέσεων που αναπτύσσονται στον δημόσιο χώρο (π.χ. με τις πολιτικές απασχόλησης), όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, αλλά συνδέεται άμεσα και πρωταρχικά με την απορύθμιση των οικογενειακών σχέσεων. Στην Ελλάδα, δηλαδή, παρατηρούμε μια διαφορετική φύση του Κ.Α. σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αφού σε εμάς ο Κ.Α. δεν σχετίζεται τόσο με τον άνεργο, τον τσιγγάνο ή τον μετανάστη αλλά αφορά κάποιες άλλες κατηγορίες ατόμων, άρρηκτα συνδεδεμένες με το θεσμό της ελληνικής οικογένειας και του μετασχηματισμού της - όπως αυτές των ηλικιωμένων ατόμων, των ατόμων με ειδικές ανάγκες, της άγαμης μητέρας κλπ. Τους λόγους και τις αιτίες που δικαιολογούν αυτή τη διαφοροποίηση ανάμεσα στην Ελλάδα και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα αναφέρουμε παρακάτω, αλλά συνοπτικά θα λέγαμε εδώ ότι αφορούν στο διαφορετικό βαθμό ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας και στην σημαντικότητα της οικογένειας ως θεσμού που συνεισφέρει στη κοινωνική προστασία, σε Ελλάδα και στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες.

Θέτοντας το ζήτημα του Κ.Α. αναγνωρίζουμε τρείς διαστάσεις στο φαινόμενο:
α) την διάσταση που αναφέρεται στις ανισότητες και στις κοινωνικές διακρίσεις. Οι σύγχρονες κοινωνίες οδηγούν κάποια άτομα ή ομάδες ατόμων που έχουν κριθεί ως λιγότερο ικανά, να χάσουν την αξιοπρέπεια τους και την κοινωνική τους αναγνώριση,
β) την διάσταση εκείνη που σχετίζεται με την απώλεια των κοινωνικών δικαιωμάτων - και μάλιστα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Κ.Α. στην πράξη εκδηλώνεται εκεί όπου δεν υπάρχουν δικαιώματα ή και όταν υπάρχουν είναι αδύνατη η πρόσβαση σε αυτά,
γ) την διάσταση εκείνη που σχετίζεται με την διάσπαση του κοινωνικού δεσμού, του πλέγματος δηλαδή εκείνων των μόνιμων και σταθερών κοινωνικών σχέσεων που συνδέει τα μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας.

Η κοινωνική αλληλεγγύη αποτελεί εκείνη την δύναμη που, αναπτυσσόμενη, μπορεί να αντιρροπήσει την εξάπλωση του φαινομένου του Κ.Α. Η κοινωνική αλληλεγγύη μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο στον Κ.Α. Με την ανάπτυξη, όμως, περισσότερο ατομοκεντρικών κοινωνιών, κοινωνιών δηλαδή που στηρίζονται όλο και περισσότερο στην αξία του ατόμου, απειλείται όλο και περισσότερο η κοινωνική αλληλεγγύη και συνακόλουθα η κοινωνική συνοχή.

Την ανάπτυξη φαινομένων Κ.Α., αρχικά οι κοινωνίες την είχαν αντιμετωπίσει – και προς στιγμή φάνηκαν να το κάνουν επιτυχώς- με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας και την υιοθέτηση της αρχής της αναδιανομής του πλούτου. Έτσι, οδηγηθήκαμε στο φαινόμενο να αναπτυχθούν κοινωνικές υπηρεσίες, ιδιαίτερα στις χώρες εκείνες όπου τα οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα δεν «προστάτευαν» επαρκώς τους πολίτες τους. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στις χώρες του αναπτυγμένου Βορρά και του υπανάπτυκτου Νότου παραπέμπει δικαίως στο παρακάτω σχήμα: εκεί όπου οι δημόσιοι θεσμοί εμφανίζονται αδύναμοι, η οικογένεια και ο ευρύτερος κοινωνικός χώρος παλεύουν να διατηρήσουν και να ενισχύσουν τον κοινωνικό δεσμό, και αντίστοιχα, εκεί όπου το κράτος αναπτύσσει διευρυμένα δίκτυα παρέμβασης, η αναγκαιότητα της οικογενειακής αλληλεγγύης υποχωρεί και διασπάται.

Η ελληνική κοινωνία διαφέρει από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες όσον αφορά στην ανάπτυξη των φαινομένων του κοινωνικού αποκλεισμού λόγω του προνομιακού ρόλου που έδινε και εξακολουθεί να δίνει στον θεσμό της οικογένειας. Το κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε καθυστερημένα, κυρίως μετά το 1974, και στοιχειωδώς, με αποτέλεσμα ποτέ να μην αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία των οικογενειακών δεσμών. Στην Ελλάδα η παραδοσιακή οικογένεια δρούσε και συνεχίζει να δρα ως αναδιανεμητικός μηχανισμός (συγκεντρώνοντας πόρους για την υποστήριξη των μελών της σε κατάσταση ανάγκης) και ως παραγωγός κοινωνικών υπηρεσιών (αφιερώνοντας απλήρωτη γυναικεία εργασία στη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων). Οποιαδήποτε λοιπόν διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών και της ενδοοικογενειακής κοινωνικής αλληλεγγύης παράγει σχεδόν από μόνη της διαδικασίες κοινωνικού αποκλεισμού, ανεξάρτητα από άλλες οικονομικές μεταβλητές, όπως η οικονομική κατάσταση του ατόμου και η θέση του στη αγορά εργασίας. Έρευνα π.χ. σε άστεγους στην Καλλιθέα έδειξε ότι η απώλεια της κατοικίας τους συνδέεται πρωτίστως με την απώλεια του οικογενειακού δεσμού. Οπωσδήποτε η έλλειψη οικονομικών πόρων και απασχόλησης οξύνουν και πολλαπλασιάζουν παραπέρα το πρόβλημα αλλά από μόνες τους, αυτές οι μεταβλητές δεν προκαλούν ακραίες μορφές αποκλεισμού, γιατί η ελληνική οικογένεια υπάρχει αλληλέγγυη και προστατεύει από πίσω.

Η οικογένεια αποτελεί μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης που ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Όσο οι κοινωνίες εξελίσσονται, διαφοροποιείται και η τυπική μορφή οικογένειας και νέες μορφές της εμφανίζονται. Τέτοιοι, νεωτερικοί τύποι οικογενειών που αναδύονται στο σύγχρονο κόσμο, αποτελώντας συνάμα δείγματα ευάλωτων κοινωνικά ομάδων, που μπορούν να απειληθούν από την διαδικασία του Κ.Α. είναι:
-η μονογονεϊκή από διαζύγιο ή χηρεία οικογένεια,
-η μονογονεϊκή από ένα μόνο γονέα εξ αρχής (συνήθως μητέρα),
-οι μονογονεϊκοί πυρήνες που δημιουργούνται από ένα μόνο άτομο με την υιοθεσία παιδιού ή παιδιών,
-οι οικογενειακοί πυρήνες από άτομα τρίτης ηλικίας,
-οι οικογένειες με χρόνια απουσία του ενός γονέα εξ αιτίας της μετανάστευσης, της θητείας στο Στρατό, της φυλάκισης κλπ,
-η οικογένεια μεταναστών στην Ελλάδα,
-η οικογένεια Ρομά,
-η οικογένεια με μέλη πάσχοντα από χρόνιες σοβαρές ασθένειες (ψυχική νόσος, άλλες αναπηρίες κλπ),
-η οικογένεια με μέλη χρήστες ουσιών,
-η οικογένεια με μέλη που υφίστανται κακοποίηση,
-η οικογένεια ατόμων με ιδιαιτερότητες στη σεξουαλική τους συμπεριφορά, κλπ.
Οι ανωτέρω περιγραφόμενοι τύποι οικογενειών αποτελούν ευπαθείς ή ευάλωτες ομάδες όχι μόνο γιατί το αρχέτυπο τους και η λειτουργία τους διαφέρει από αυτό της παραδοσιακής οικογενειακής ομάδας, αλλά και γιατί οι ομάδες αυτές φέρνουν μαζί τους αξίες που πολλές φορές συγκρούονται με τις εθνικές ή κυρίαρχες πολιτισμικές αξίες.

Οι επιδημιολογικές διαστάσεις αυτών των οικογενειών δεν είναι αμελήτέες. Τα ποσοστά των μονογονεϊκών νοικοκυριών στη χώρας μας αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου των οικογενειών, με το 3% να αντιστοιχεί σε οικογένειες των οποίων τα παιδιά γεννήθηκαν εκτός γάμου. Το ποσοστό ατόμων της τρίτης ηλικίας, ανάμεσα 65-79 ετών, ήταν 14% το 2000 ενώ είναι γνωστό ότι το ποσοστό μεταναστών στο γενικό πληθυσμό της χώρας μας ξεπερνά το 10%.

H αντιμετώπιση του φαινομένου του Κ.Α., η προώθηση της κοινωνικής ένταξης των ατόμων που μένουν έξω από τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και η διευκόλυνση τους στο να απορροφήσουν κοινωνικά και δημόσια αγαθά απαιτούν μία συντονισμένη πολιτική προσέγγιση και δεν θα περιορίζεται στην καταβολή παθητικών παροχών. Η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού συνεπάγεται την υιοθέτηση αλλαγών σε πολλούς τομείς της πολιτικής αλλά και τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων κοινωνικής προστασίας (όπως την υιοθέτηση της δια βίου κατάρτισης με σκοπό την ενδυνάμωση των προσπαθειών ενσωμάτωσης των ανέργων στην αγορά εργασίας, την αποκέντρωση των κοινωνικών λειτουργιών του κράτους προς χαμηλότερα επίπεδα διοίκησης κ.α.) ανάμεσα στις οποίες είναι και η ενεργητικότερη προώθηση της προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών από τις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών (ή του «Τρίτου Τομέα» ή του «τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας»), οι οποίες στη βάση της εθελοντικής εργασίας θα προσφέρουν υπηρεσίες σε ομάδες πληθυσμού που δεν θα μπορούν να τις αποκτήσουν μέσα από την αγορά ή το κράτος.


Προτού απαντήσουμε στο ερώτημα «ποιος θα μπορούσε να είναι ρόλος των ΜΚΟ, των πιο χαρακτηριστικών εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, στη αντιμετώπιση του Κ.Α. στην Ελλάδα», θεωρούμε πολύ σημαντικό να ορίσουμε την έννοια της κοινωνίας των πολιτών. Με τον όρο Κ.τ.Π. αναφερόμαστε στο σύνολο των μορφών εθελουσίας κοινωνικής δράσης ατόμων ή ομάδων, που προερχόμενοι από την κοινότητα, τη γειτονιά, τους χώρους εργασίας ή άλλους κοινωνικούς χώρους αυτοοργανώνονται με σκοπό να προωθήσουν τα κοινά τους συμφέροντα και να εμπλακούν σε δραστηριότητες δημοσίου συμφέροντος. Κοινωνία και κοινωνία πολιτών δεν αποτελούν συνώνυμους όρους. Κοινωνικές οργανώσεις και κοινωνικές ενέργειες ή δράσεις περιλαμβάνονται ειδικά στην κοινωνία πολιτών εφόσον έχουν κάποια συλλογικότητα, εκδηλώνονται σε δημόσιο χώρο, είναι εθελοντικές και όχι υποχρεωτικές ή καταναγκαστικές, δεν συνδέονται με φορείς που ασκούν κρατική εξουσία, επικαλούνται την προαγωγή κάποιας μορφής δημοσίου συμφέροντος και αποσκοπούν στο να επιτύχουν κάποια δημόσια ωφέλεια, μην επιδιώκοντας τουλάχιστον ευθέως, το ιδιωτικό (εμπορικό ή επιχειρηματικό) κέρδος. Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), αν και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ο μοναδικός εκφραστής της κοινωνίας των πολιτών, θεωρούνται εν τούτοις ότι αποτελούν την πιο χαρακτηριστική της έκφραση.

Η εκρηκτική αύξηση των ΜΚΟ και η διάδοση του εθελοντισμού στις τελευταίες ιδιαίτερα δεκαετίες μπορεί να αποδοθεί, εν μέρει τουλάχιστον, και στην άποψη ότι η προάσπιση των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων δεν είναι μόνο υπόθεση του πολιτικο-διοικητικού συστήματος αλλά και των αυτό-οργανωμένων πολιτών, που οφείλουν να διεκδικούν δια μέσου της συμμετοχής τους σε θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών, έναν αυτόνομο ρόλο στην πραγματοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και γενικότερα στην οικοδόμηση μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό η εθελοντική συμμετοχή σε κοινωνικές συσσωματώσεις δεν εξυπηρετεί μόνο την παραδοσιακή «αμυντική» λειτουργία του φραγμού απέναντι στις καταχρήσεις των δημόσιων ή ιδιωτικών εξουσιών, αλλά εξυπηρετεί επιπλέον και μια νέα λειτουργία, τη διαχειριστική, η οποία εκδηλώνεται μέσω της παροχής υπηρεσιών προς την κοινωνία, με αιχμή την πραγματοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η διαχειριστική αυτή λειτουργία των εθελοντικών οργανώσεων εκφράζει μια νέα αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη, που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη αίσθηση ευθύνης για τα κοινωνικά προβλήματα, μια μεγαλύτερη αίσθηση αλληλεγγύης απέναντι σε πρόσωπα που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης και ταυτόχρονα από την εθελούσια ανάληψη καθηκόντων σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.

Η διάδοση του εθελοντικού κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες αντικατοπτρίζει επιπρόσθετα και τους εξελικτικούς μετασχηματισμούς που έχουμε παρακολουθήσει να συμβαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες στη δομή του κοινωνικού κράτους. Στον ευρωπαϊκό χώρο, ιδιαίτερα, η άποψη ότι τα κοινωνικά δικαιώματα πρέπει να έχουν ως θεσμικό εγγυητή το κράτος ενώ οι διάφορες κοινωνικές πολιτικές θα εκπορεύονται και θα υλοποιούνται από αυτό, ήταν μια κυρίαρχη άποψη επί μακρόν. Η κρίση όμως των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής προστασίας, φαινόμενο που με τη σειρά του έχει τις ρίζες του σε μια σειρά άλλων παραγόντων (όπως ο μετασχηματισμός των κυρίαρχων πολιτικών αντιλήψεων για την αξία και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους, η παγκοσμιοποίηση, οι μετασχηματισμοί στη δημογραφική πυραμίδα, στην οικογένεια, στην αγορά εργασίας κλπ), οδήγησε, εκτός όλων των άλλων, και στην μεγαλύτερη εμπλοκή των εθελοντικών οργανώσεων – και γενικά των οργανώσεων του τρίτου τομέα - στην επίτευξη στόχων που παλαιότερα αποτελούσαν αποκλειστικό αντικείμενο του κράτους. Με αυτόν τον τρόπο το παραδοσιακό κράτος μετεξελίσσεται και μαζί του μεταμορφώνονται και οι σχέσεις που αυτό εγκαθιστά με τον τρίτο τομέα, σχέσεις που θα μπορούσαν να πάρουν τις παρακάτω μορφές: α). το κράτος να ορίζει τις κοινωνικές προτεραιότητες και να χρηματοδοτεί την πραγματοποίηση προγραμμάτων εκ μέρους των εθελοντικών οργανώσεων. β). το κράτος να συνυπάρχει με τον εθελοντικό τομέα σε σχέση συνεργασίας, γ). οι εθελοντικές οργανώσεις να αναλαμβάνουν την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών που απαιτούν αυξημένη κοινωνική εμπειρία και τέλος δ). οι εθελοντικές οργανώσεις να συμμετέχουν στον προγραμματισμό και σχεδιασμό των δημοσίων πολιτικών.

Τον σημαντικό αυτό ρόλο του εθελοντισμού αποδέχονται και οι υποστηρικτές του νέο-φιλελευθερισμού και οι υποστηρικτές της κοινωνικής αριστεράς. Οι πρώτοι επιδεικνύουν αυξημένο πράγματι ενδιαφέρον για τον εθελοντικό τομέα, στα πλαίσια όμως μιας αντίληψης που τείνει να αντιμετωπίζει τα κοινωνικά δικαιώματα με όρους φιλανθρωπίας και την φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό όχι ως κοινωνικό ζήτημα αλλά ως ηθικό, το οποίο πρωτίστως πρέπει να επιλυθεί στο επίπεδο της ατομικής ευθύνης. Στο πλαίσιο αυτό ο εθελοντισμός υπερφορτώνεται με καθήκοντα υποκατάστασης του κοινωνικού κράτους, στα οποία όμως δεν μπορεί να ανταποκριθεί, αφού οι παροχές των εθελοντικών οργανώσεων είναι από τη φύση τους αποσπασματικές και επιλεκτικές αλλά και ανεπαρκείς μπροστά σε κοινωνικές ανάγκες που απαιτούν εξειδικευμένες ή πολυδάπανες παρεμβάσεις. Οι οπαδοί της κοινωνικής αριστεράς, από την άλλη, αντιδρούν στην ιδέα εκχώρησης στο Κράτος του μονοπωλίου της κοινωνικότητας και θεωρούν ότι ορισμένα ζητήματα –όπως εκείνο της εκπαίδευσης, της υγείας, των κοινωνικών υπηρεσιών, του πολιτισμού, του ελεύθερου χρόνου- αποτελούν προνομιακά ζητήματα που αναδεικνύουν την ικανότητα των πολιτών να αυτό-οργανώνονται και να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες. Οι ίδιοι πιστεύουν ακόμα ότι το λιγότερο κράτος δεν είναι κατ’ ανάγκη συμμετρικό με περισσότερη αγορά, αλλά μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη μιας αυθεντικής κοινωνικότητας του κοινωνικού, που θα κινητοποιήσει τις εθελοντικές ενέργειες της κοινωνίας στην προοπτική όχι μόνο μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, αλλά και λιγότερο κρατικοποιημένης και παθητικής. Στις ιδέες αυτές αναδεικνύεται όχι η αποδιοργάνωση του κοινωνικού κράτους αλλά η πλουραλιστική ανασυγκρότηση του, που θα αξιοποιεί τις εθελοντικές ενέργειες της κοινωνίας σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, με την αναγνώριση δηλαδή στις εθελοντικές οργανώσεις, που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο, ενός θεσμικού δικαιώματος στην οικονομική τους και άλλη ενίσχυση από το δημόσιο τομέα αλλά και με τη διαφύλαξη της αυτονομίας τους.


Απαντώντας πλέον στο αρχικά τεθέν ερώτημα θα λέγαμε ότι η προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών από ΜΚΟ συμβάλει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των νέων συνθηκών που δημιουργούνται για το σύστημα κοινωνικής προστασίας με πολλούς τρόπους. Πρώτον, λόγω της ικανότητας των ΜΚΟ να παράγουν μειωμένου κόστους κοινωνικές υπηρεσίες, αξιοποιώντας την εθελοντική εργασία των μελών και συνεργατών τους ή πληρώνοντας μισθούς χαμηλότερους από εκείνους του δημόσιου τομέα και της αγοράς. Δεύτερον, διότι οι σύγχρονες ανάγκες προστασίας είναι τόσο σύνθετες και απαιτούν τέτοια αποθέματα ψυχικής διαθεσιμότητας, που είναι δύσκολο να καλυφθούν από ένα δημόσιο σύστημα κοινωνικής προστασίας, όχι όμως από οργανώσεις του εθελοντικού τομέα οι οποίες εθιμικά δραστηριοποιούνται σε τομείς έξω από τα κλασικά πεδία των δημόσιων κοινωνικών πολιτικών. Τρίτον, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ο προσανατολισμός του κοινωνικού κράτους, με κεντρικό άξονα τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων, δεν φαίνεται αυτό να είναι ικανό να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού. Αντίθετα, οι ΜΚΟ έχουν όχι μόνο τη δυνατότητα να στηρίζουν και να υποβοηθούν κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες αλλά και να παρεμβαίνουν δυναμικά περιορίζοντας τις περιθωριοποιητικές δυνάμεις της αγοράς αλλά και του κράτους.

Ν. Μπιλανάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου