26.4.09

Αστικές Μη Κερδοσκοπικές Εταιρείες στο χώρο της ψυχικής υγείας: επιτέλους, ας μιλήσουμε ειλικρινά!

Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας η κρίση που ξέσπασε με αφορμή την δραστική μείωση και την ασυνέχεια στη χρηματοδότηση των Μη Κερδοσκοπικών Εταιρειών που έχουν ιδρύσει και λειτουργούν δομές ψυχικής υγείας στη χώρα μας. Το όλο θέμα μάλιστα προβλήθηκε, με ευθύνη των ίδιων των Εταιρειών, με τέτοιο τρόπο («ελλιπής χρηματοδότηση σημαίνει μαζικές απολύσεις εργαζομένων και επιστροφή των χρόνια ψυχικά πασχόντων στα άσυλα»), ούτως ώστε μετέτρεπε ενοίκους και εργαζόμενους των δομών αυτών σε ιδιότυπους ομήρους, και εγκλώβιζε την όποια δημόσια συζήτηση θα μπορούσε να αναπτυχθεί σχετικά με τον ρόλο του ιδιωτικού τομέα στην ψυχοκοινωνική αποκατάσταση, αποκλειστικά στο αν υποστηρίζει κανείς ή όχι τη συνέχιση της χρηματοδότησης των Μη Κερδοσκοπικών Εταιρειών ως φορέων παροχής φροντίδας. Με τον τρόπο που παρουσιαζόταν το θέμα, δεν επιτρεπόταν σε άλλα συναφή ζητήματα, όπως η τύχη της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, ο ρόλος που καλούνται να παίξουν στην πραγμάτωση της ο δημόσιος, ο ιδιωτικός και ο τρίτος τομέας, οι αδυναμίες των μη κερδοσκοπικών εταιρειών κλπ. να αναδειχθούν - και αυτό προτιθέμεθα να κάνουμε με το παρακάτω κείμενο.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι οφείλουμε να πούμε ότι αυτό που ονομάζεται ψυχιατρική μεταρρύθμιση αποτελεί στην ουσία ένα σύνολο προγραμμάτων που ξεκίνησαν εδώ και 25 χρόνια με στρατηγικό σκοπό να εκσυχρονισθούν οι προσφερόμενες στην Ελλάδα υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Τα προγράμματα αυτά βασίστηκαν αποκλειστικά σε συγχρηματοδοτήσεις που προήλθαν από την ΕΕ, στις οποίες έπρεπε η ελληνική πλευρά να συμμετάσχει με μια ορισμένη αναλογία. Το πρώτο από αυτά τα προγράμματα (κανονισμός 815/1984) έδωσε τη θέση του σε άλλα που ακολούθησαν (Λέρος Ι και Λέρος ΙΙ), ενώ λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, έρχεται στο προσκήνιο ένα ακόμα πρόγραμμα, το «Ψυχαργώς», που προέβλεπε την κατάργηση όλων των ψυχιατρείων της χώρας.
Για να διευκολυνθεί και επιταχυνθεί όλη αυτή η διαδικασία εκσυχρονισμού αποφασίστηκε από την αρχή της περιόδου αυτής να παρακαμφθούν οι δυσχέρειες του λογισμικού συστήματος των ΝΠΔΔ, και ένα μέρος της στεγαστικής μετεγκατάστασης των χρονίων εγκλείστων των δημόσιων ψυχιατρείων (περίπου το 30% του όλου ‘έργου’) να ανατεθεί σε ιδιωτικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες. Η απόφαση να υιοθετηθεί η ιδιωτική μη κερδοσκοπική πρωτοβουλία δεν αποτέλεσε ελληνική καινοτομία, αλλά στηρίχθηκε σε προτάσεις υπερεθνικών οργανισμών, όπως της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που από τότε συνέστηναν στις κυβερνήσεις, που έχουν την ευθύνη διαμόρφωσης της κρατικής πολιτικής ψυχικής υγείας, να εμπλέξουν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ψυχικής υγείας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τις ακολουθητέες πολιτικές καθώς και να χρηματοδοτήσουν πρωτοβουλίες μη κερδοσκοπικών οργανισμών για την ψυχική υγεία.. Για αυτό τον λόγο, και άλλες χώρες φρόντισαν ήδη προ πολλού να αναπτύξουν τον τρίτο τομέα, δηλαδή τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.
Στην Ελλάδα όμως, όπου ακόμα και σήμερα η κοινωνία των πολιτών παραμένει συρρικνωμένη και ατροφική, η δημιουργία μη κερδοσκοπικών οργανώσεων ήταν, τότε, ένα ιδιαίτερα δυσχερές εγχείρημα. Για να αντιμετωπισθεί η πλήρης ανυπαρξία τέτοιων οργανώσεων αλλά και ο επείγον χαρακτήρας του διεθνούς αιτήματος για επιτάχυνση των εκσυγχρονιστικών διεργασιών, αποφασίσθηκε τουλάχιστον για ένα αρχικό στάδιο να δημιουργηθεί ένας μικρός αριθμός φορέων γύρω από ένα άτομο συνήθως αναγνωρισμένου κύρους, όπως π.χ. τον εκάστοτε τοπικό Καθηγητή Πανεπιστημίου, από τους οποίους και ζητήθηκε ως οιωνοί μη κερδοσκοπικές εταιρείες να εφαρμόσουν δράσεις που αφορούσαν την εκπαίδευση προσωπικού και τη δημιουργία ξενώνων. Έτσι, αρχικά, περίπου 6 τέτοιες μη κερδοσκοπικές εταιρείες αναπτύχθηκαν κατόπιν «άνωθεν» υποδείξεων. Προοδευτικά ο αριθμός αυτών των εταιρειών αλλά και το είδος των δραστηριοτήτων που αναλάμβαναν όλο και διευρυνόταν, με αποτέλεσμα, ιδιαίτερα μετά το 2000, ο αριθμός των μη κερδοσκοπικών φορέων να έχει ήδη ξεπεράσει τους 35.
Κάποιοι από τους νέους αυτούς φορείς συστάθηκαν από επαγγελματίες που είναι γνωστοί στο χώρο της ψυχικής υγείας για την εμπειρία τους. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός, όμως, συστάθηκε από ανθρώπους που δεν είχαν καμία προηγουμένη σχέση με το χώρο της ψυχικής υγείας. Οι φορείς αυτοί δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός και χρησιμοποιήθηκαν μόνο ως όχημα για την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων. Άλλες πάλι εταιρείες που αρχικά συστάθηκαν από τον Χ γνωστό καθηγητή, κληρονομήθηκαν στον επόμενο μαζί με την καθηγητική έδρα αλλά χωρίς οποιαδήποτε φροντίδα για την εμπέδωση δημοκρατικών διαδικασιών. Οι κυβερνητικές αλλαγές πάλι, που όλη αυτή την περίοδο έλαβαν χώρα στη πατρίδα μας, επηρέασαν επίσης την τύχη των μη κερδοσκοπικών εταιρειών. Παράγοντες του χώρου εκτιμούν ότι, σε κάθε κυβερνητική αλλαγή, τη θέση των π.χ. «πράσινων» Μη Κερδοσκοπικών Εταιρειών παίρνουν οι «γαλάζιες» (ή τούμπαλιν), σε μια συναλλαγή που είχε τους πάντες κερδισμένους: οι υπεύθυνοι των Εταιρειών που επιλεγόντουσαν για να λάβουν από το υπουργείο τη χρηματοδότηση, αναλάμβαναν σε αντάλλαγμα να προσλαμβάνουν με αδιαφανείς διαδικασίες συμβασιούχους, οι οποίοι εξυπηρετούν... ρουσφετολογικές ανάγκες του συγκεκριμένου κομματικού σχηματισμού. Κάποια στιγμή, αρχίζουν να δημοσιοποιούνται από τα ΜΜΕ φαινόμενα οικονομικών και διαχειριστικών δυσλειτουργιών αυτών των εταιρειών. Έτσι, σε εφημερίδες μαθαίνουμε για εταιρεία που, διαχειριζόμενη 10 μονάδες και επιχορηγούμενη μόνο για το 2007 με 4.137.000ευρώ, σε έλεγχο των επιθεωρητών υγείας χρειάσθηκε να δώσει εξηγήσεις για αποδείξεις αγοράς σολομών και προσούτο που όπως ισχυρίσθηκαν οι υπεύθυνοι της προορίζονταν για ασθενείς, για λογαριασμούς κινητών τηλεφώνων 20 ατόμων της διοίκησης που κυμαίνονταν στο ύψος των 112.000 ευρώ όπως και για την ύπαρξη αποδείξεων ύψους 60.000 ευρώ που εμφανίζονταν να λαμβάνουν ψυχίατροι χωρίς συμβάσεις. Το «πάρτυ» φαίνεται ήταν τόσο θορυβώδες που ακόμα και Εταιρείες με βάση άλλες χώρες της Ε.Ε. (π.χ. το Ηνωμένο Βασίλειο), προσήλθαν στην Ελλάδα, όπου αναζήτησαν και έλαβαν χρηματοδότηση από την ελληνική πολιτεία για την ανάπτυξη προγραμμάτων ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης.
Αν και υπήρξαν και αξιόλογες δράσεις, που υλοποιήθηκαν από πρωτοπόρες μη κερδοσκοπικές εταιρείες, στη πλειονότητα τους οι υπάρχουσες μη κερδοσκοπικές εταιρείες δεν είχαν από την αρχή, και δεν φρόντισαν να αποκτήσουν στην συνέχεια, τα απαραίτητα εκείνα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να διέπουν τις οργανώσεις του Τρίτου Τομέα (ή της κοινωνικής οικονομίας). Τέτοια χαρακτηριστικά θα έπρεπε να ήταν: η υιοθέτηση δράσεων που να αποσκοπούν στην ικανοποίηση αναγκών των μελών τους ή της κοινότητας, η ελεύθερη και ισότιμη συμμετοχή στις δραστηριότητες αυτών των οργανώσεων των ωφελούμενων, η ανεξαρτησία απέναντι στο κράτος, η διαφύλαξη της εσωτερικής δημοκρατίας και το προβάδισμα του ατόμου (στη βάση της αρχής «ένα άτομο, μία ψήφος»), η αλληλεγγύη και ο εθελοντισμός. Αντίθετα με τις παραπάνω αρχές, οι περισσότερες αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες που ενεπλάκησαν στη ψυχιατρική μεταρρύθμιση στη χώρα μας έφτασαν όλα αυτά τα χρόνια να εξαρτώνται ολοσχερώς από την δημόσια διοίκηση και χρηματοδότηση (μετατρεπόμενες από «μη κυβερνητικές» όπως μερικοί θέλουν να τις αποκαλούν σε «παρα-κυβερνητικές»), να μην χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη καινοτόμων δράσεων αλλά αντίθετα να ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη παροχή στεγαστικών υπηρεσιών, να μην εξασφαλίζουν την ισότιμη συμμετοχή των ωφελούμενων αφού σπανίως συναντούμε ψυχικά πάσχοντες στη διοίκηση τους, να ελέγχονται για την ανάπτυξη γραφειοκρατικής δομής και την έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας, να μην προσελκύουν το ενεργό κοινωνικό ενδιαφέρον αφού γενικώς στερούνται εθελοντών ενώ λείπουν και οι αλληλέγγυες υποστηρικτικές συνεισφορές (σε είδος ή χρήματα) από την τοπική τους κοινότητα.
Οι περισσότερες από τις μη κερδοσκοπικές εταιρείες που σήμερα δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα στον χώρο της ψυχικής υγείας δεν αποτελούν ομάδες αυτοβοήθειας (οργανώσεις χρηστών ή συγγενών τους), δεν αποτελούν μη κυβερνητικές εθελοντικές εταιρείες, δεν αποτελούν συνηγορητικές οργανώσεις. Αποτελούν ιδιωτικές εταιρείες, με πολλά και διαφορετικά κίνητρα, που λειτουργούν απομυζώντας οικονομικά το κράτος, χωρίς παρακολούθηση και αξιολόγηση των προσφερόμενων υπηρεσιών τους, εν απουσία ενός ευρύτερου συστήματος σταθερής, στοχευόμενης και με συνάφεια κοινωνικής πολιτικής.
Σήμερα, σύμφωνα με αξιόπιστα στοιχεία, επί 383 στεγαστικών μονάδων, οι 269 ή ποσοστό 69.76% ανήκουν στο δημόσιο και οι 114 ή ποσοστό 30.24% στις ιδιωτικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες. Για τη λειτουργία όλων αυτών των μονάδων απασχολούνται, στο δημόσιο, 1525 εργαζόμενοι και στα ΝΠΙΔ 1536 εργαζόμενοι, εξυπηρετώντας συνολικά περίπου 3.000 ασθενείς. Σήμερα, έχουν περάσει περίπου τρία χρόνια που έληξε η περίοδος της συγχρηματοδότησης και η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε αποφασίσει αν θα εκχωρήσει μέρος ή το σύνολο των δραστηριοτήτων του κοινωνικού κράτους που αφορά την ψυχική ασθένεια στον ιδιωτικό τομέα. Θα έπρεπε να είχε αποφασίσει αν θα προχωρήσει με ιδιωτικές «μη κερδοσκοπικές εταιρείες» της αγοράς ή με πραγματικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Θα έπρεπε τέλος να είχε βρει τρόπους ούτως ώστε να εγγυηθεί και να ενδυναμώσει την αξιόπιστη και αποτελεσματική λειτουργία των πραγματικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών ως οργανώσεων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Μέχρι τώρα, το ελληνικό κράτος είτε άφηνε να καταρρέουν οι υπηρεσίες που δημιουργούνταν από τα κοινοτικά προγράμματα, είτε έψαχνε μια νέα κοινοτική χρηματοδότηση για να κρατήσει στη ζωή όσες από τις νεοδημιουργούμενες υπηρεσίες δεν μπορούσε, χωρίς σοβαρό τίμημα, ν΄ αφήσει να καταρρεύσουν. Αυτή τη φορά, δεν έχουμε κάτι μικρό, που «δεν μας νοιάζει» αν μετά 12 ή 18 μήνες κλείσει.
Αποτελεί πεποίθηση μου ότι το πρόβλημα του οποίου την κρίση συζητάμε σήμερα, δεν είναι απλά πρόβλημα χρηματοδότησης, αλλά πρωτίστως ζήτημα τύπου προνοιακής πολιτικής που επιθυμούμε να έχουμε. Αποτελεί πεποίθηση μου ότι αν πρέπει να δώσουμε χρήματα σε κάποιους για να λειτουργήσουν δομές για ψυχικά ασθενείς, τότε αυτοί οι κάποιοι πρέπει να είναι αυθεντικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, εκφραστές της κοινωνίας των πολιτών. Αλλά για να γίνει αυτό, χρειάζονται να παρθούν από το πολιτικό προσωπικό οι ανάλογες πολιτικές αποφάσεις και να δραστηριοποιηθεί η κοινωνία των πολιτών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου