3.3.09

ΠΑΝΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

(Αναδημοσίευση από Ηπειρωτικό Αγώνα, 9/5/2007)

Το παραπάνω σύνθημα φώναζαν οι Γάλλοι διαδηλωτές, έμπλεοι αγανάκτησης, την νύχτα που εκλέχτηκε ο κ. Σαρκοζί πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Το σύνθημα αυτό, κατά τη γνώμη μου αναδεικνύει όχι μόνο την αιτία των διαμαρτυριών τους αλλά και συμβολοποιεί όλη την ουσία του πολιτικού προβλήματος που εμφανίζουν σήμερα όλες οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Αυτό που «λένε» οι Γάλλοι φωνάζοντας το παραπάνω σύνθημα είναι ότι για να αποτελέσει η δημοκρατία ικανοποιητικό πολιτικό περιβάλλον χρειάζονται πολύ περισσότερα από κόμματα, υποψηφίους και εκλογές. Χρειάζεται κυρίως να ενυπάρχει στους πολίτες η βασική αίσθηση ότι όλοι μαζί, χωρίς αποκλεισμούς, αποτελούν εθελούσια μέρος ενός κοινωνικού συνόλου που χαρακτηρίζεται από ισονομία, ισοπολιτεία, διαφάνεια και συμμετοχή. Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτές οι κοινότυπες αρχές, στις σύγχρονες κοινωνίες, παύουν σταδιακά να θεωρούνται δεδομένες, τουλάχιστον για μια μεγάλη μερίδα του κοινωνικού σώματος και μετασχηματίζονται σε ριζοσπαστικά προτάγματα που αφορούν και εκφράζουν όλο και μεγαλύτερους αριθμητικά κοινωνικούς σχηματισμούς. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της Ελλάδας.
Και εξηγούμαι: Η πρωτοφανής επέκταση της μεσαίας τάξης στο σύγχρονο δυτικό κόσμο είχε σαν αποτέλεσμα την συσσώρευση των μεγάλων πολιτικών οικογενειών (συντηρητικών, φιλελευθέρων και σοσιαλιστών) στο «κέντρο» με σκοπό την άγρα των αναγκαίων ψηφοφόρων. Με αυτό τον τρόπο και η κοινωνία ομογενοποιήθηκε γύρω από τη μεγάλη καταναλωτική, αστική και μορφωμένη μεσαία τάξη, αλλά και τα πολιτικά κόμματα έπαψαν να εκφράζουν διακριτούς «κόσμους» (κοινωνικές ομάδες, κοσμοθεωρίες, τρόπους ζωής, ακόμα και κουλτούρες) και μετασχηματίστηκαν σε απλές συναθροίσεις ατόμων που η μόνη τους φιλοδοξία είναι να παίξουν κάποιο ρόλο στην διακυβέρνηση της χώρας τους. Σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι και συντηρητικοί μένουν πλέον στις ίδιες γειτονιές, στέλνουν τα παιδιά τους στα ίδια σχολεία, διαβάζουν τις ίδιες εφημερίδες, συχνάζουν στα ίδια στέκια, ερωτεύονται τις ίδιες γυναίκες, κ.ο.κ. Οι καυγάδες τους μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις υποχρεώσεις ενός ρόλου, ενώ μετά την παράσταση είναι όλοι φίλοι, ακόμα και συνεργάτες, συνέταιροι κι... εραστές.
Ταυτόχρονα όμως με την ανωτέρω διαδικασία, και εξ αιτίας μιας σειράς παραγόντων όπως π.χ. της παγκοσμιοποίησης, μια άλλη διαδικασία αρχίζει να συντελείται. Σιγά-σιγά στις παρυφές της μεσαίας τάξης αρχίζει να διαμορφώνεται μια άλλη χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική τάξη, αποτελούμενη κυρίως από μετανάστες, αλλά και άνεργους, μεσήλικους απολυμένους, ανειδίκευτους και αμόρφωτους νέους κ.λπ. Σε πολιτικό επίπεδο οι άνθρωποι αυτοί, που δεν εκφράζονται από τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα, επιλέγουν συνήθως να αποχωρήσουν από το πολιτικό προσκήνιο είτε δια της αποχής, είτε δια της υπερψήφισης μικρών ακραίων κομμάτων (κυρίως της δεξιάς). Με την γέννηση αυτού του τμήματος του κοινωνικού σώματος και την κατοπινή του συμπεριφορά, διαμορφώνεται πλέον δίπλα στην άτονη και παραδοσιακή διάκριση δεξιάς-αριστεράς, μία άλλη εντονότερη διάκριση - αυτή μεταξύ των «εντός» και των «εκτός» συστήματος. Αυτό το σώμα των «εκτός» διογκώνεται ακόμα περισσότερο από το ρήγμα που εμφάνισε τελευταία η μεσαία τάξη και είχε σαν αποτέλεσμα την προοδευτικά όλο και εντονότερη εμφάνιση της γενιάς των 600 ευρώ. Της γενιάς που παγιδευμένη ανάμεσα στις ακόρεστες ανάγκες της και στην εμφάνιση ενός σύγχρονου εργασιακού μεσαίωνα έχει περισσότερες πιθανότητες να περιπέσει στην κοινωνική κατηγορία των εργαζόμενων φτωχών παρά να παραμείνει ή να ξεπεράσει το οικονομικό στάτους που απέκτησαν οι γονείς τους. Σε ακόμα μεγαλύτερη διόγκωση του σώματος των «εκτός» οδηγεί επίσης η διαρκώς αυξανόμενη ανικανότητα του διακομματικού, κατεστημένου, πολιτικού προσωπικού να επιλύσει καυτά κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα (η ανεργία διαιωνίζεται, η οικολογική υποβάθμιση εντείνεται, η διαφθορά επιμένει, ο πόλεμος, η πείνα, ο αναλφαβητισμός δεν εξαλείφονται) με αποτέλεσμα όχι μόνο την αριθμητική μεγέθυνση των «εκτός» αλλά και την σταδιακή δημιουργία ενός κλίματος οργής, γενικευμένης αμφισβήτησης και ανυπακοής.
Η κατάσταση αυτή, με το κατεστημένο πολιτικό κέντρο να μοιάζει όλο και περισσότερο να υπάρχει μόνο και μόνο για να νέμεται τη διακυβέρνηση, και όχι για να επιλύει τα προβλήματα, οδηγεί στον κλονισμό της νομιμοποίησης των «εντός» του συστήματος. Οι «εκτός», ολοένα και περισσότεροι ολοένα και πιο οργισμένοι, νοιώθουν να ζουν σε μια άδικη κοινωνία και ζητούν πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που θα οδηγήσουν σε μια καλύτερη κατοχύρωση του μέλλοντός τους κι επανένταξή τους στο πολιτικό παιχνίδι. Τα αιτήματα τους δεν είναι άλλα παρά τα αυτονόητα: ασφάλεια, ισονομία, αξιοκρατία, συμμετοχή. Από την άλλη, αυτοί που νέμονται την διακυβέρνηση, οι «εντός», προκρίνουν όλο και περισσότερο την «επικοινωνία» έναντι της πολιτικής αντιμετώπισης των προβλημάτων, τη στασιμότητα έναντι των μεγάλων τομών, και βέβαια όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο χρησιμοποιούν την πανταχού παρούσα αστυνομία για να καταστείλει τους «εκτός» που δεν θέλουν και δεν μπορούν να κατανοήσουν.
Αυτό συνέβη στη Γαλλία, μετά τις εκλογές αλλά και πριν από αυτές, με τις εξεγέρσεις στις περιφερειακές συνοικίες. Αυτό φοβάμαι ότι θα συμβεί και στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα που μπορεί να βαυκαλιζόμαστε ότι έχουμε την καλύτερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ αλλά υπάρχουν πλέον σοβαρές ενδείξεις ότι μπορεί και να μην είναι έτσι τα πράγματα, αφού λείπει η ισονομία (δες παραδικαστικό), αμφισβητείται η ύπαρξη ισοπολιτείας (η αντιπροσώπευση αγοράζεται με τα λεφτά), δεν υπάρχει διαφάνεια και έλεγχος της εξουσίας (δες τους κουμπάρους) ενώ συνάμα όλο και διογκώνεται η τάξη των ανέργων, των αποτυχόντων, των «εκτός». Με αυτό τον τρόπο, ίσως και στη χώρα μας, δεν απέχουμε πολύ από το να βγούμε στους δρόμους φωνάζοντας «Παντού αστυνομία, πουθενά δικαιοσύνη».

(Βασισμένο σε κείμενα των Ν. Ράπτη, Μ. Χρυσοχοίδη, Γ. Βότση).

Ν. Μπιλανάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου